Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι ενδείξεις μετάβασης της ΕΕ στην κυκλική οικονομία, σύμφωνα με την ειδική έκθεση με τίτλο «Κυκλική οικονομία – Αργός ο ρυθμός μετάβασης των κρατών μελών παρά τη δράση της ΕΕ», που δημοσίευσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα μέτρα που έλαβε και τα δισεκατομμύρια που διέθεσε η Ένωση για τον σκοπό αυτό ελάχιστα έχουν συμβάλει στη μετάβαση των κρατών μελών της, ιδίως σε ό,τι αφορά τον κυκλικό σχεδιασμό των προϊόντων και των διαδικασιών παραγωγής. Με αυτά τα δεδομένα, το κλιμάκιο ελέγχου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιδίωξη του φιλόδοξου στόχου της ΕΕ να διπλασιάσει τον όγκο των υλικών που ανακυκλώνονται στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας σε σύγκριση με την προηγούμενη μοιάζει με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου.
.
Συνολικά, η πρόοδος που έχει σημειώσει η ΕΕ στην πορεία της προς τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία είναι ελάχιστη. Μεταξύ 2015 και 2021, το μέσο ποσοστό κυκλικότητας για τις 27 χώρες της ΕΕ αυξήθηκε μόλις κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες. Επτά μάλιστα από αυτές (Λιθουανία, Σουηδία, Ρουμανία, Δανία, Λουξεμβούργο, Φινλανδία και Πολωνία), σημείωσαν οπισθοδρόμηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ως εκ τούτου, το κλιμάκιο ελέγχου συμπεραίνει ότι ο φιλόδοξος στόχος της ΕΕ να διπλασιάσει μέχρι το 2030 το ποσοστό των υλικών που ανακυκλώνονται και επανεισέρχονται στην οικονομία της φαίνεται πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.
«Προκειμένου να επιτύχει την αποδοτική χρήση των πόρων της, αλλά και τους περιβαλλοντικούς στόχους της Πράσινης Συμφωνίας, η ΕΕ πρέπει να δώσει έμφαση στις σημαντικές παραμέτρους της διατήρησης των υλικών και της ελαχιστοποίησης των αποβλήτων», δήλωσε η Annemie Turtelboom, Μέλος του ΕΕΣ. «Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η δράση της ΕΕ είναι άνευρη, με αποτέλεσμα η μετάβαση στην κυκλική οικονομία να έχει δυστυχώς σχεδόν βαλτώσει στις ευρωπαϊκές χώρες.»
Σε μια κυκλική οικονομία τα προϊόντα, τα υλικά και οι πόροι διατηρούν την αξία τους όσο το δυνατόν περισσότερο και έτσι ελαχιστοποιούνται τα απόβλητα. Προκειμένου να δώσει ώθηση στη μετάβαση στην κυκλική οικονομία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε δύο σχετικά σχέδια δράσης. Το πρώτο, που εκδόθηκε το 2015, περιλάμβανε 54 ειδικές δράσεις. Με το δεύτερο, του 2020, προστέθηκαν 35 νέες δράσεις και τέθηκε ως στόχος ο διπλασιασμός μέχρι το 2030 του «ποσοστού κυκλικότητας», δηλαδή του ποσοστού των υλικών που ανακυκλώνονται και επανεισέρχονται στην οικονομία της ΕΕ. Παρότι τα σχέδια αυτά δεν είναι δεσμευτικά, αναπτύχθηκαν προκειμένου να ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους στον τομέα της κυκλικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Τον Ιούνιο του 2022, όλες σχεδόν οι χώρες της ΕΕ διέθεταν ή εκπονούσαν εθνική στρατηγική για την κυκλική οικονομία.
Η ΕΕ διέθεσε σημαντική χρηματοδότηση, δεσμεύοντας περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ του 2016 και του 2020 για επενδύσεις στην πράσινη καινοτομία και για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν προβάδισμα όσον αφορά τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη διέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων αυτών για τους σκοπούς της διαχείρισης των αποβλήτων και όχι για την πρόληψη της δημιουργίας τους μέσω του κυκλικού σχεδιασμού, κάτι που πιθανότατα θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Τα σχέδια δράσης περιλάμβαναν επίσης σειρά μέτρων για τη διευκόλυνση της καινοτομίας και των επενδύσεων. Ωστόσο, το κλιμάκιο ελέγχου δεν εντόπισε παρά περιορισμένα τεκμήρια της αποτελεσματικής συμβολής των μέτρων αυτών στη μετάβαση στην κυκλική οικονομία. Ο αντίκτυπός τους ήταν, επιεικώς, μικρός όσον αφορά την υποστήριξη των επιχειρήσεων στην παραγωγή ασφαλέστερων προϊόντων ή στην εξασφάλιση πρόσβασης σε καινοτόμες τεχνολογίες που ενισχύουν τη βιωσιμότητα των διαδικασιών παραγωγής. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αναδεικνύει επίσης το ζήτημα της προγραμματισμένης απαρχαίωσης, δηλαδή της πρακτικής του τεχνητού περιορισμού της ωφέλιμης ζωής ενός προϊόντος, ώστε να χρειαστεί να αντικατασταθεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εντοπισμός της προγραμματισμένης απαρχαίωσης δεν είναι εφικτός, μολονότι η εξάλειψη του φαινομένου αυτού θα επιδρούσε καθοριστικά στην ενίσχυση της βιωσιμότητας των προϊόντων.
Η προσέγγιση της «κυκλικής οικονομίας» εμφανίζει σημαντικά πλεονεκτήματα από τη σκοπιά της βιωσιμότητας. Για τους πολίτες, σημαίνει προϊόντα που διαρκούν περισσότερο ή/και είναι ευκολότερο να επισκευαστούν, να αναβαθμιστούν, να ανακατασκευαστούν, να επαναχρησιμοποιηθούν ή να ανακυκλωθούν. Στις επιχειρήσεις προσφέρει μια σειρά δυνητικών πλεονεκτημάτων, όπως αποδοτικότερη χρήση των πόρων και μικρότερη έκθεση στην αστάθεια των τιμών. Περίπου το 80% του περιβαλλοντικού αντικτύπου ενός προϊόντος καθορίζεται από τον σχεδιασμό του.
Σημειώνεται τέλος ότι το κλιμάκιο ελέγχου αξιοποίησε επίσης τα ευρήματα της ειδικής έκθεσης του 2020 σχετικά με τον οικολογικό σχεδιασμό και την ενεργειακή επισήμανση, της ειδικής έκθεσης του 2022 σχετικά με τις συνεργίες μεταξύ του προγράμματος «Ορίζων 2020» και των ταμείων της πολιτικής συνοχής και της επισκόπησης του 2023 σχετικά με τα μέτρα της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επικίνδυνων αποβλήτων.