Σε μια ακόμη ενδιαφέρουσα ανάλυση του μη κερδοσκοπικού The Green Tank, αναδεικνύονται οι τάσεις του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) στην Ελλάδα και την EE το 2021.
.
Όπως σημειώνεται σχετικά, καθώς βρισκόμαστε εν μέσω μιας έντονης ενεργειακής και οικονομικής κρίσης λόγω των τιμών των ορυκτών καυσίμων και της πιθανότητας διακοπής των ροών ορυκτού αερίου από τη Ρωσία, πολλά ευρωπαϊκά κράτη και μαζί με αυτά και η Ελλάδα, αυξάνουν βραχυπρόθεσμα την εξορυκτική δραστηριότητα λιγνίτη και λιθάνθρακα και εξετάζουν το ενδεχόμενο προσαρμογής των χρονοδιαγραμμάτων απόσυρσής των ανθρακικών τους μονάδων. Την ίδια στιγμή όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να διασφαλίσει την επίτευξη των κλιματικών στόχων που θα τη θωρακίσουν από τις ολέθριες επιπτώσεις της πολύ μεγαλύτερης κλιματικής κρίσης, η οποία είναι ήδη εδώ και αναμένεται να επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια.
Η αναθεώρηση και το κρίσιμο φθινόπωρο
Σε αυτό το πλαίσιο και με φόντο τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναθεωρείται αυτήν την περίοδο η οδηγία που διέπει το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), δηλαδή το Χρηματιστήριο Ρύπων, το οποίο αποτελεί τη «ναυαρχίδα» της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής.
Ενόψει ενός κρίσιμου φθινοπώρου για την ενεργειακή και κλιματική πολιτική σε Ευρώπη και Ελλάδα και με στόχο να σταθμιστούν οι επιπτώσεις των διαφόρων εξεταζόμενων επιλογών τόσο στις εθνικές πολιτικές, όσο και στην αναθεώρηση της οδηγίας για το Χρηματιστήριο Ρύπων, το Green Tank ανέλυσε τις τάσεις στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ΑΘ) στην Ελλάδα και την ΕΕ των τομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ συγκρίνοντας τις εκπομπές ΑΘ του 2021 τόσο σε σχέση με αυτές κατά την έναρξη του ΣΕΔΕ (2005), όσο και σε σχέση με την αρχή της 3ης φάσης του (2013), χρησιμοποιώντας επίσημα στοιχεία.
Τα ερωτήματα που εξετάστηκαν είναι:
-Πώς εξελίχθηκαν οι εκπομπές ΑΘ στις μονάδες που ανήκουν στο ΣΕΔΕ το 2021, μετά από το 2020 όπου παρατηρήθηκε η πιο μεγάλη πτώση των τελευταίων ετών;
-Ποιες ήταν οι επιδόσεις της Ελλάδας και πώς συγκρίνονται με τις επιδόσεις των υπόλοιπων κρατών μελών της ΕΕ;
-Ποιοι είναι οι τομείς που συνέβαλαν περισσότερο και ποιοι λιγότερο στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου διαχρονικά και ποια είναι η σημερινή κατάσταση;
Σύμφωνα με την ανάλυση:
- Η ΕΕ αύξησε τις εκπομπές της κατά 7% το 2021 σε σχέση με το 2020 αλλά σε σχέση με το 2005 πέτυχε μείωση κατά 35%
- Η Ελλάδα έχει την 4η καλύτερη επίδοση στην ΕΕ το 2021 με 54% λιγότερες εκπομπές του ΣΕΔΕ σε σχέση με το 2005 και βρίσκεται πολύ κοντά στην 1η Πορτογαλία (-57%).
- Στην ΕΕ – και σε μεγαλύτερο βαθμό στην Ελλάδα – οι επιδόσεις αυτές επιτεύχθηκαν κυρίως λόγω του δραστικού περιορισμού της χρήσης λιγνίτη και λιθάνθρακα και θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες αν το ίδιο χρονικό διάστημα δεν λάμβανε χώρα αλματώδης άνοδος της χρήσης ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή.
- Η ενεργοβόρος βιομηχανία στην Ελλάδα συνέβαλε ελάχιστα στη μείωση των αερίων θερμοκηπίου από τους τομείς του ΣΕΔΕ έως και το 2021 μειώνοντας κατά μόλις 3% τις εκπομπές της σε σχέση με το 2013.
Ειδικότερα σημειώνεται ότι παρόλο που το 2020, οι εκπομπές όλων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα μειώθηκαν σε σχέση με το 2019, αυτή η τάση αντιστράφηκε το 2021, με αποτέλεσμα να επανέλθουν σχεδόν στα επίπεδα του 2019 (-1.5% το 2021 σε σχέση με το 2019 και +9% σε σχέση με το 2020). Αντίστοιχα, στις εκπομπές των αερομεταφορών όπου παρατηρήθηκε σημαντική πτώση το 2020 λόγω της πανδημίας, οι εκπομπές του 2021 παρουσιάστηκαν σημαντικά αυξημένες. Ωστόσο παρέμειναν κατά 41% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες εκπομπές του 2019.
Στην Ελλάδα, το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο των εκπομπών του τομέα της καύσης προέρχεται από την ηλεκτροπαραγωγή. Σε αυτόν τον τομέα παραδοσιακά στην Ελλάδα και από την έναρξη της λειτουργίας του ΣΕΔΕ, τη μερίδα του λέοντος είχαν οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες. Λόγω της δραστικής μείωσης του μεριδίου του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής τα τελευταία χρόνια όμως, οι εκπομπές αυτές έχουν μειωθεί δραματικά. Έτσι, το 2021 οι εκπομπές CO2 από λιγνίτη στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 77% σε σχέση με το 2013, ενώ σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες μειώθηκαν και σε σχέση με το 2020 κατά 9%. Στον αντίποδα, οι εκπομπές από ορυκτό αέριο αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, το 2021 αυξήθηκαν κατά 67% σε σχέση με το 2013, ενώ σε σχέση με το 2020 παρουσιάστηκαν αυξημένες κατά 16%.
Ως αποτέλεσμα, για πρώτη φορά από την έναρξη λειτουργίας του ΣΕΔΕ, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από μονάδες που καίνε ορυκτό αέριο ήταν περισσότερες από αυτές των λιγνιτικών μονάδων. Οι εκπομπές από πετρέλαιο παρέμειναν σχετικά σταθερές από την έναρξη της 3ης φάσης του ΣΕΔΕ το 2013, παρουσιάζοντας μικρή πτώση τα 2 τελευταία χρόνια (-12%) γεγονός που πιθανώς να οφείλεται στον συνδυασμό της μείωσης του τουρισμού λόγω πανδημίας και της διασύνδεσης ορισμένων νησιωτικών συστημάτων με το διασυνδεδεμένο δίκτυο της Ελλάδας.
Τα κρίσιμα συμπεράσματα
Η ανάλυση καταλήγει πως εν μέσω ενεργειακής κρίσης και ενόψει των τριμερών διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση της σχετικής οδηγίας, είναι απαραίτητο το ΣΕΔΕ να ενισχυθεί με:
- πιο φιλόδοξο κλιματικό στόχο για το 2030,
- πιο ισχυρό Αποθεματικό Σταθερότητας (ΜSR),
- ταχύτερη κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών για τη βιομηχανία.
Ειδικότερα τονίζεται ότι παρόλο που οι εκπομπές ΑΘ στο ΣΕΔΕ στην ΕΕ αυξήθηκαν για πρώτη φορά το 2021 μετά από πολλά χρόνια (η τελευταία ετήσια αύξηση σημειώθηκε το 2017), λόγω της ανάκαμψης μετά την πανδημία και της αύξησης καύσης λιγνίτη και λιθάνθρακα εξαιτίας της κρίσης των τιμών του ορυκτού αερίου, η μείωση στις εκπομπές ΑΘ σε σχέση με την έναρξη της λειτουργίας του ΣΕΔΕ (-35%) παραμένει κοντά στον προηγούμενο στόχο της ΕΕ για το ΣΕΔΕ για μείωση έως 43% το 2030 σε σχέση με το 2005. Με δεδομένη την αμελητέα μείωση των εκπομπών των ενεργοβόρων βιομηχανιών, το αποτέλεσμα αναδεικνύει την ως τώρα πολύ χαμηλή κλιματική φιλοδοξία της ΕΕ για το 2030, που έμεινε εκ των πραγμάτων πίσω από τις εξελίξεις.
Προκειμένου ωστόσο να αποφευχθεί ένα ουσιαστικό πισωγύρισμα στην ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική λόγω της προσωρινής επανόδου του λιγνίτη και του λιθάνθρακα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, είναι αναγκαίο οι τρεις θεσμοί της ΕΕ-27 να συμφωνήσουν σε αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας των τομέων του ΣΕΔΕ για το 2030 θέτοντας στόχο μείωσης κατά τουλάχιστον 63% το 2030 σε σχέση με το 2005, καθώς και σε ενίσχυση των παραμέτρων του Αποθεματικού Σταθερότητας με σκοπό τη διατήρηση των τιμών άνθρακα σε υψηλά επίπεδα.
Για την Ελλάδα επισημαίνεται πως σε αντίθεση με άλλα κράτη μέλη που ιστορικά είχαν μεγάλη εξάρτηση από στερεά ορυκτά καύσιμα (όπως η Πολωνία και η Βουλγαρία), μείωσε σημαντικά τις εκπομπές ΑΘ στο ΣΕΔΕ (-54% το 2021 σε σχέση με το 2005), πετυχαίνοντας μάλιστα την τέταρτη καλύτερη επίδοση στην ΕΕ-27, πολύ κοντά στην πρώτη, της Πορτογαλίας (-57%). Αυτή η επίδοση επιτεύχθηκε λόγω της ραγδαίας μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής τα τελευταία χρόνια (-77% το 2021 σε σχέση με το 2013) στην Ελλάδα και θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, αν την ίδια περίοδο δεν σημειωνόταν μεγάλη αύξηση στις εκπομπές από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ορυκτού αερίου κατά σχεδόν 67%, καθώς και αν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες κατόρθωναν να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα περισσότερο από το σχεδόν αμελητέο 3%.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι για να διατηρηθεί η Ελλάδα ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-27 με τις καλύτερες κλιματικές επιδόσεις στους τομείς του ΣΕΔΕ, είναι απαραίτητη η συνέχιση της πορείας της απολιγνιτοποίησης, αλλά με παράλληλη υποκατάσταση της χρήσης ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ.
Επιπλέον, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι απολύτως αναγκαία η μείωση των εκπομπών από την ενεργοβόρο βιομηχανία, καθώς δίχως τη συνεισφορά του κλάδου είναι πρακτικά αδύνατη η επίτευξη των κλιματικών στόχων. Για αυτόν τον λόγο κρίνεται απαραίτητη η επίσπευση της κατάργησης των δωρεάν δικαιωμάτων προς τη βιομηχανία, το αργότερο ως το 2032 και η περαιτέρω ενίσχυση των προτύπων (benchmarks) που καθορίζουν την κατανομή των δωρεάν δικαιωμάτων ανάμεσα στις βιομηχανίες με στόχο αυτή να προωθήσει τον πράσινο μετασχηματισμό των βιομηχανικών διεργασιών. Για τον σκοπό αυτό άλλωστε η ΕΕ-27 ενισχύει το Ταμείο Καινοτομίας (Innovation Fund) το οποίο ενδέχεται να μετονομαστεί σε Ταμείο Κλιματικών Επενδύσεων (Climate Investment Fund), αντικατοπτρίζοντας την έμφαση που δίνουν οι πολιτικές ομάδες στο Ευρωκοινοβούλιο στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των βιομηχανιών.