«Διαχειρίσιμο» για την ελληνική οικονομία χαρακτηρίζει ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου το κόστος της πράσινης μετάβασης στην ομιλία του στο 15ο συνέδριο της Credit Risk Management που διοργάνωσε η ICAP CRIF, με θέμα «Βιώσιμη Τραπεζική: Χρηματοδοτώντας το Αύριο».
.
Ο κ. Μεγάλου σημείωσε ότι θεωρεί ότι η μετάβαση σε μία πιο πράσινη οικονομία, εντός των στόχων της ΕΕ έως το 2050 θα απαιτήσει κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 17 δισ. ευρώ ετησίως σε επενδύσεις. Σημείωσε επίσης, ότι αν και τα ποσά αυτά φαίνονται πολύ υψηλά για τα ελληνικά δεδομένα, σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας Πειραιώς οι στόχοι αυτοί είναι επιτεύξιμοί. Επεσήμανε επίσης ότι σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία φαίνεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα ανακάμψει φέτος – σε τρέχουσες τιμές- κοντά στα 207 δισ. ευρώ και αναμένεται ότι να συνεχίσει να αναπτύσσεται σε ονομαστικούς όρους με ρυθμούς κοντά στο 5%. Ταυτόχρονα, προβλέπεται ανάκαμψη των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ κοντά στα επίπεδα του 20%.
«Με βάση αυτές τις πολύ συντηρητικές παραδοχές, αναμένουμε ότι το ύψος των ετήσιων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία θα ανέλθει σε επίπεδο άνω των 40 δισ. ευρώ το χρόνο. Ήδη μόνο για την τρέχουσα δεκαετία 2021-2030 προβλέπουμε συνολικές επενδύσεις ύψους 400 δισ. ευρώ. Συνεπώς, μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, το κόστος της πράσινης μετάβασης για την ελληνική οικονομία μοιάζει απολύτως εφικτό και διαχειρίσιμο», είπε ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Μεγάλου, «στην Τράπεζα Πειραιώς παρακολουθούμε όλες αυτές τις εξελίξεις με γνώμονα την στήριξη των επιχειρήσεων – πελατών μας και με βασικό στόχο: Να αναδείξουμε την Τράπεζα Πειραιώς ως το βασικό χρηματοδότη της πράσινης μετάβασης στην ελληνική οικονομία», καθώς όπως είπε ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι ουσιαστικός, αφού ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση θα διοχετευθούν στον ιδιωτικό τομέα με τη μορφή τραπεζικών πιστώσεων. Ταυτόχρονα, η απορρόφηση αυτών των κοινοτικών κονδυλίων θα απαιτήσει τη μόχλευση και ιδιωτικών πόρων, με αναλογία 50% κοινοτικοί πόροι, 30% τραπεζική συμμετοχή και 20% ιδιωτικά κεφάλαια.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τον κ. Μεγάλου η Τράπεζα Πειραιώς κινείται προς 2 κατευθύνσεις:
Στο πρώτο επίπεδο, η Τράπεζα δημιουργεί τις εσωτερικές υποδομές, τις πολιτικές και τις στρατηγικές, εντάσσοντας κριτήρια Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά και Εταιρικής Διακυβέρνησης, γνωστά ως κριτήρια ESG (Environmental, Social and Governance), με αποτέλεσμα την καλύτερη συνεργασία με τους πελάτες και τους επενδυτές ώστε να τους κατευθύνει σε μακροχρόνιες και βιώσιμες επενδύσεις και να μειώσει το ανθρακικό αποτύπωμα του χαρτοφυλακίου της.
Στο δεύτερο επίπεδο, η Τράπεζα εντοπίζει σε ποιους τομείς της οικονομίας μπορεί η Τράπεζα να έχει τις μεγαλύτερες θετικές επιπτώσεις και σχεδιάζει προϊόντα και υπηρεσίες με κριτήρια ESG για την υποστήριξη επενδύσεων σε έργα που οδηγούν στη μείωση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή και έχουν θετικό πρόσημο για την κοινωνία.
Τέλος ο κ. Μεγάλου τόνισε ότι για την Τρ. Πειραιώς «πρόκληση αποτελεί η παροχή ολοκληρωμένης υποστήριξης στις ελληνικές επιχειρήσεις για επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες, μέσω εξειδικευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων και συμβουλευτικών υπηρεσιών. Ρόλος μας, και στόχος μας ταυτόχρονα, είναι να τους δώσουμε τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στο νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και εξοικονόμησης ενέργειας, το οποίο θα τους επιτρέψει να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά, να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα και να εισέλθουν σε νέους καινοτόμους τομείς».
Ο κ. Μεγάλου σημείωσε ότι θεωρεί ότι η μετάβαση σε μία πιο πράσινη οικονομία, εντός των στόχων της ΕΕ έως το 2050 θα απαιτήσει κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 17 δισ. ευρώ ετησίως σε επενδύσεις.