Στον σημερινό επενδυτικό κόσμο, η λογική του «λέμε τι κάνουμε» για την εταιρική βιωσιμότητα δεν επαρκεί — πλέον η πραγματική πρόκληση είναι το «πώς αποφασίζουμε τι κάνουμε». Σύμφωνα με ανάλυση της BNP Paribas Securities Services, τα δεδομένα ESG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης) δεν λειτουργούν πια μόνο ως εργαλείο συμμόρφωσης, αλλά αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για στρατηγικές αποφάσεις σε θεσμικούς επενδυτές.
.
Στην πράξη, η μετάβαση από «δημοσιοποίηση» (disclosure) σε «απόφαση» (decision) βοηθά τους επενδυτές να επανασχεδιάσουν τη διάθεση κεφαλαίων, να αναδιαμορφώσουν χαρτοφυλάκια, να μειώσουν την έκθεση σε υψηλού άνθρακα τομείς και να ευθυγραμμιστούν με ρυθμιστικά πρότυπα.
Η έρευνα της τράπεζας επισημαίνει ότι οι θεσμικοί επενδυτές επενδύουν πλέον περισσότερο στην απόκτηση, την επεξεργασία και την ανάλυση δεδομένων ESG: από scoring εκπομπών άνθρακα έως ευρύτερα περιβαλλοντικά και κοινωνικά αποτυπώματα. Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι τα δεδομένα δεν αφορούν μόνο στην αποτύπωση του «τί συνέβη» αλλά στην πρόβλεψη του «τι θα συμβεί» και στο «πώς θα το αντιμετωπίσουμε». Σε αυτό το πλαίσιο, η BNP Paribas αναφέρει το παράδειγμα της πλατφόρμας Data PRISM360, η οποία ενσωματώνει μετρήσεις ESG απευθείας σε ανάλυση χαρτοφυλακίων, επιτρέποντας σε CIOs και Data Offices να αναπροσαρμόζουν στρατηγικές βασισμένες σε κλιματικό ρίσκο και δείκτες επιπτώσεων.
Η αυξημένη χρήση δεδομένων γίνεται υπό το φως ενισχυμένων ρυθμιστικών απαιτήσεων: η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη Βιωσιμότητα της Επιχειρηματικής Αναφοράς (CSRD) απαιτεί λεπτομερή γνωστοποίηση του κλιματικού ρίσκου, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο εισάγει το SDR που καλύπτει βιοποικιλότητα και κοινωνικούς παράγοντες. Παράλληλα, επενδυτικά ταμεία στην Αυστραλία εφαρμόζουν ανάλυση σεναρίων κλίματος για να συμμορφωθούν με τις εποπτικές οδηγίες (APRA). Στην πράξη, τα δεδομένα ESG αναδεικνύονται σε βασικό στοιχείο διαχείρισης ρίσκου — όχι μόνον για τη φήμη των εταιρειών ή των επενδυτών αλλά για τον κίνδυνο που μπορεί να φέρουν χαμηλής ποιότητας ή ελλιπή δεδομένα: από εκτός σχεδίου εκπομπές έως παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων ή περιβαλλοντικές ζημιές.
Για την Ελλάδα — και ειδικά για τις ελληνικές εταιρείες και επενδυτές — η ανάλυση αυτή της BNP Paribas είναι κρίσιμη. Πρώτον, υπογραμμίζει ότι η εποχή της «αναφοράς για το χαρτί» τελειώνει: όποια εταιρεία ή επενδυτής δεν διαθέτει αξιόπιστα, υψηλής ποιότητας δεδομένα ESG επηρεάζει την αξιοπιστία του και περιορίζει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κεφάλαια ή συμμετοχικούς πόρους. Δεύτερον, η ελληνική αγορά καλείται να ενσωματώσει τεχνολογικές λύσεις και αναλυτικές πλατφόρμες που επιτρέπουν τη συμμόρφωση και τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων βασισμένων σε δεδομένα — όχι απλώς στη δημοσίευση δεικτών. Τρίτον, καθώς μεγάλες διεθνείς τράπεζες και επενδυτικά ταμεία αυξάνουν τις απαιτήσεις τους σε θέματα βιωσιμότητας, η χώρα μας πρέπει να προσαρμοστεί γρήγορα: η καθυστέρηση στην επεξεργασία δεδομένων ESG μπορεί να μεταφραστεί σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα, και σε αύξηση του εκθεσιακού κινδύνου.
Συνολικά, η μετάβαση της βιώσιμης χρηματοδότησης από τη φάση της κατάστασης «να δημοσιεύσω» σε αυτή του «να αποφασίσω» απαιτεί υψηλής ποιότητας δεδομένα, τεχνολογία, εμπειρία και κουλτούρα. Οι επενδυτές και οι εταιρείες που το αντιλαμβάνονται, ήδη αναπροσαρμόζουν τις μεθόδους τους — και η Ελλάδα έχει μπροστά της μια ευκαιρία να προλάβει την καμπή. Ωστόσο, η αδράνεια ή η επιφανειακή προσέγγιση δεν θα επαρκεί: σε έναν κόσμο όπου οι αποφάσεις γίνονται όλο και πιο «δεδομενο-κεντρικές», η ποιότητα των δεδομένων καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τα αποτελέσματα.
Πηγή: BNP Paribas Securities Services
Η έρευνα της τράπεζας επισημαίνει ότι οι θεσμικοί επενδυτές επενδύουν πλέον περισσότερο στην απόκτηση, την επεξεργασία και την ανάλυση δεδομένων ESG.