Αποστάσεις από τους υπερφιλόδοξους στόχους που θέτει η Ε.Ε. για την πράσινη μετάβαση παίρνει η Ελλάδα, αξιολογώντας τις επιπτώσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, τα δημοσιονομικά περιθώρια για τις επιδοτήσεις που προϋποθέτει η επίτευξη αυτών των στόχων, αλλά και τις αντοχές των νοικοκυριών.
.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής, μετά το «όχι» που διατύπωσε στο πρόσφατο συμβούλιο υπουργών Περιβάλλοντος ο γ.γ. του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας Πέτρος Βαρελίδης (εκπροσώπησε τον υπουργό Θόδωρο Σκυλακάκη) στην πρόταση για τη μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2040, το ΥΠΕΝ αναπροσαρμόζει τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), ψαλιδίζοντας μια σειρά από στόχους, με εξαίρεση τις ΑΠΕ.
Η ανάγκη της αναπροσαρμογής των στόχων, που περιλαμβάνονται στο ΕΣΕΚ που κατατέθηκε στην Ε.Ε. τον περασμένο Δεκέμβριο, προέκυψε καθώς διαπιστώθηκε ότι η υλοποίησή τους περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 0,6% κατά μέσον όρο τα επόμενα 25 χρόνια.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ έχει αναθέσει στο ΚΑΠΕ (Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης) να επαναπροσδιορίσει τους στόχους για την ηλεκτροκίνηση, την εξοικονόμηση ενέργειας σε κατοικίες και δημόσια και επαγγελματικά κτίρια, το υδρογόνο και άλλες νέες τεχνολογίες, σε επίπεδα που να διασφαλίζουν ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τουλάχιστον 1,2% μέχρι το 2050. Το ΚΑΠΕ έχει, σύμφωνα με πληροφορίες, καταλήξει σε ένα πρώτο σχέδιο το οποίο αναμένεται να παρουσιάσει σήμερα στην επιτροπή που έχει συστήσει το ΥΠΕΝ για την κατάρτιση του ΕΣΕΚ. Στόχος είναι η ολοκλήρωση του αναθεωρημένου σχεδίου μέχρι τον Ιούνιο, που πρέπει να υποβληθεί στην Ε.Ε. για έγκριση.
Η πράσινη μετάβαση, όπως έχει δηλώσει στην «Κ» ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, «είναι απαραίτητη και έχει ωραίο προορισμό, αλλά έχουμε υποτιμήσει το πόσο μεγάλο θα είναι το κόστος μέχρι να δούμε τα οφέλη. Στην κρίσιμη μεταβατική περίοδο κινδυνεύει να ενισχύσει τις ανισότητες, να δημιουργήσει αθέμιτο ανταγωνισμό και να οδηγήσει σε αποβιομηχάνιση». Την άποψη αυτή φαίνεται να υιοθετεί η Ελλάδα και σε πολιτικό επίπεδο. Ο κ. Βαρελίδης επιχειρηματολόγησε στο συμβούλιο υπουργών Ενέργειας για την άρνηση της Ελλάδας στον φιλόδοξο στόχο για τη μείωση των ρύπων, τονίζοντας ότι «θα πρέπει να εξηγηθούν καλύτερα και απλούστερα τα οφέλη των πολιτικών για την κλιματική ουδετερότητα για κάθε διαφορετικό κλάδο και όπου υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα οικονομικά εργαλεία».
«Καλύτερα να βάλεις ρεαλιστικούς στόχους και να τους πετύχεις, παρά στόχους που μετά θα τους ανατρέψεις με τεράστιο κόστος αξιοπιστίας και επενδύσεων», δήλωνε λίγες ημέρες αργότερα, σχολιάζοντας τη στάση της Ελλάδας από το βήμα ενεργειακού συνεδρίου ο αρμόδιος υπουργός κ. Σκυλακάκης. Από το ίδιο συνέδριο ο γ.γ. Ενέργειας Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης εξέφρασε την άποψη ότι η νέα Κομισιόν πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με πιο δημιουργικό τρόπο, ώστε η Πράσινη Συμφωνία να μη χάσει τη λαϊκή αποδοχή. Ο κ. Αϊβαλιώτης ήταν επικριτικός ως προς τους φιλόδοξους στόχους της Ε.Ε. για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων. Η Ελλάδα με βάση αυτούς τους στόχους, είπε, θα πρέπει μέχρι το 2035 να αναβαθμίσει ενεργειακά περίπου 1,3 εκατ. κατοικίες και να δαπανήσει περί τα 25 δισ. ευρώ. Οι νέοι στόχοι για την καθολική απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των καυστήρων πετρελαίου και φυσικού αερίου και η αντικατάστασή τους με αντλίες θερμότητας, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, όπως είπε ο κ. Αϊβαλιώτης, οδηγούν σε ένα κόστος επίσης 25 δισ. ευρώ. Πρόκειται για επιπλέον κόστος κοντά στα 50 δισ. που δεν είχε υπολογιστεί στο ΕΣΕΚ που δημοσιεύτηκε πέρυσι τον Νοέμβριο και αναφέρεται σε συνολικές δαπάνες της τάξης των 190 δισ. ευρώ μέχρι το 2030.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ έχει αναθέσει στο ΚΑΠΕ (Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης) να επαναπροσδιορίσει τους στόχους για την ηλεκτροκίνηση, την εξοικονόμηση ενέργειας σε κατοικίες και δημόσια και επαγγελματικά κτίρια, το υδρογόνο και άλλες νέες τεχνολογίες.