Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων θα συμβάλλουν στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά σχεδόν 1 βαθμό Κελσίου μέχρι το 2100, ξεπερνώντας το όριο που τέθηκε στην Συμφωνία του Παρισιού, προειδοποίησαν τη Δευτέρα (06/03) οι επιστήμονες.
.
Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων είναι υπεύθυνη για πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου» που κάθε χρόνο επιδεινώνουν την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, οι εκπομπές από την παραγωγή τροφίμων, όπως το κρέας, τα γαλακτοκομικά και το ρύζι, θα ξεπεράσουν τον βασικό στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου, αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα.
Μια σημαντική αναθεώρηση του τομέα – από την παραγωγή έως τη διανομή και την κατανάλωση – θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές αυτές περισσότερο από το μισό, ακόμη και αν ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται, αναφέρουν οι επιστήμονες στο σχετικό άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στο «Nature Climate Change».
Προηγούμενες μελέτες έχουν επίσης δείξει τις τεράστιες επιπτώσεις της παραγωγής τροφίμων στο περιβάλλον, ιδίως του κρέατος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, αλλά η νέα έρευνα παρέχει εκτιμήσεις για τις αυξήσεις της θερμοκρασίας που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι εκπομπές τους.
Για να βελτιώσουν τις προηγούμενες εκτιμήσεις σχετικά με το πόσο η διατροφή επιδεινώνει την υπερθέρμανση του πλανήτη, οι ερευνητές εξέτασαν ξεχωριστά τα τρία κύρια αέρια του θερμοκηπίου, τα οποία διαφέρουν ως προς την ισχύ και την παραμονή τους στην ατμόσφαιρα. Το διοξείδιο του άνθρακα, αφού εκπεμφθεί, παραμένει στην ατμόσφαιρα για αιώνες. Το μεθάνιο παραμένει μόνο για περίπου μια δεκαετία, αλλά, σε αυτή τη χρονική κλίμακα, είναι σχεδόν 100 φορές πιο αποτελεσματικό στη συγκράτηση της θερμότητας του ήλιου.
Το μεθάνιο που παράγουν τα μεγάλα ζώα, οι ορυζώνες και τα τρόφιμα που σαπίζουν, αντιπροσωπεύει περίπου το 60% των εκπομπών που σχετίζονται με τα τρόφιμα, διαπίστωσαν οι ερευνητές, ενώ το διοξείδιο του άνθρακα από τα μηχανήματα και τις μεταφορές, μαζί με το οξείδιο του αζώτου από την υπερβολική χρήση χημικών λιπασμάτων, ευθύνονται το καθένα, για το 20%.
Το μεθάνιο, έδειξε η μελέτη, είναι σαφώς το κλειδί για τον περιορισμό της ρύπανσης από τον άνθρακα που σχετίζεται με τα τρόφιμα.
«Το μεθάνιο έχει αυτόν τον πραγματικά κυρίαρχο ρόλο στην αύξηση της θερμοκρασίας που συνδέεται με τα συστήματα διατροφής», δήλωσε η Κάθριν Ιβάνοβιτς, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ, η οποία ηγήθηκε της μελέτης. «Η διατήρηση του μοντέλου της παραγωγής τροφίμων που έχουμε σήμερα δεν συνάδει με την σταθεροποίηση της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω 1,5 βαθμό Κελσίου. Αυτό καθιστά άκρως επείγουσα τη μείωση των εκπομπών, ιδίως από τις ομάδες τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε μεθάνιο», τόνισε.
«Πρέπει να καταστήσουμε τον στόχο της διατήρησης του παγκόσμιου πληθυσμού μας συμβατό με ένα μέλλον ασφαλές για το κλίμα», πρόσθεσε.
Η αύξηση της θερμοκρασίας που σχετίζεται με τα τρόφιμα θα μπορούσε να περιοριστεί, δήλωσαν οι ερευνητές. Αν οι άνθρωποι υιοθετούσαν την υγιεινή διατροφή που συνιστά η ιατρική σχολή του Χάρβαρντ, η οποία επιτρέπει μία μόνο μερίδα κόκκινου κρέατος την εβδομάδα, η άνοδος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 0,2 βαθμό Κελσίου. Μια τέτοια διατροφή θα σήμαινε μεγάλη μείωση της κατανάλωσης κρέατος στα πλούσια έθνη, αλλά θα μπορούσε να σημαίνει αύξηση σε ορισμένες φτωχότερες χώρες.
Η Ιβάνοβιτς είπε ότι οι επιλογές μείωσης των εκπομπών που περιλαμβάνονται στη μελέτη είναι αυτές που είναι δυνατές σήμερα, αλλά ότι οι μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις μπορεί να καταφέρουν να μειώσουν περαιτέρω τις εκπομπές.
Όπως αναφέρει η Guardian, μόνο το ένα τρίτο των χωρών του κόσμου έχει συμπεριλάβει Συμφωνίας του Παρισιού. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η έρευνά τους αποσκοπεί στην καλύτερη κατανόηση των επιπτώσεων της παγκόσμιας κατανάλωσης τροφίμων στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η Ιβάνοβιτς δήλωσε επίσης ότι οι πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών πρέπει να προστατεύουν την πρόσβαση σε τρόφιμα και τα μέσα διαβίωσης για τους ευάλωτους πληθυσμούς.
Το μεθάνιο που παράγουν τα μεγάλα ζώα, οι ορυζώνες και τα τρόφιμα που σαπίζουν, αντιπροσωπεύει περίπου το 60% των εκπομπών.