Σε πρόσφατη έκθεση, το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών ανέφερε ότι το ετήσιο κόστος προσαρμογής μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες υπολογίζεται επί του παρόντος σε περίπου 70 δισεκατομμύρια δολάρια, με τους αριθμούς να αναμένεται να ανέλθουν σε περισσότερα από 140 δισεκατομμύρια δολάρια το 2030 και έως και 500 δισεκατομμύρια δολάρια το 2050.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την έκδοση της Λευκής Βίβλου: «Η προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος: προς ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δράσης», από το 2009, κατέδειξε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την σπουδαιότητα της χάραξης στρατηγικής για την προληπτική ανάληψη μέτρων άμβλυνσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε όλους τους τομείς που αναμένεται να πληγούν.
Η πρωτοβουλία αυτή ήταν απότοκος του γεγονότος ότι η επιστημονική έρευνα εγκαίρως έχει προειδοποιήσει ότι μέσα στα επόμενα πενήντα χρόνια, η κλιματική αλλαγή θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις σε σημαντικούς οικονομικούς τομείς και κυρίως στη γεωργία, την ενέργεια, τις μεταφορές, τον τουρισμό και την υγεία. Θα επιταχύνει την απώλεια οικοσυστημάτων και βιοποικιλότητας. Θα επηρεάσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις και, ακόμη περισσότερο, ορισμένα τμήματα της κοινωνίας, όπως τους ηλικιωμένους, τα άτομα με αναπηρίες και τις οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. Οι επιπτώσεις θα διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή, καθώς ιδιαίτερα ευάλωτες είναι οι ορεινές και οι παράκτιες περιοχές αλλά και οι πεδινές περιοχές που πλημμυρίζουν συχνά.
Για τους επενδυτές, αυτό θα σήμαινε υποστήριξη εταιρειών που κάνουν τα πάντα, από την αναβάθμιση ηλεκτρικών δικτύων και γραμμών μεταφοράς έως την ανάπτυξη συστημάτων ελέγχου της διάβρωσης και αποχέτευσης ή την κατασκευή πιο ανθεκτικών στις καιρικές συνθήκες δομικών υλικών.
Μέχρι σήμερα, η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα έχει αργήσει να επικεντρωθεί στην προσαρμογή, χάρη στην παραδοσιακή εστίαση στα βραχυπρόθεσμα κέρδη σε βάρος της μακροπρόθεσμης επιβίωσης. Οι περισσότεροι επενδυτές επιδίδονται σε «βραχυπρόθεσμους όρους» επειδή τείνουν να αξιολογούνται με βάση τις επιδόσεις τους ενός, τριών και πέντε ετών και πολλοί διαχειριστές κεφαλαίων έχουν (λανθασμένα) υποθέσει ότι οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης ήταν πολύ στο μέλλον, σύμφωνα με μια έκθεση της Wellington με τίτλο «Adapting to Climate Change: Investing in the Resiliency Imperative».
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές «μόλις αρχίζουν να βλέπουν τους "ανέμους" που σχετίζονται με το κλίμα», σύμφωνα με την έκθεση Wellington. «Θα χρειαστεί χρόνος για να ωριμάσει ένα σύνολο ευκαιριών τίτλων προσαρμογής στο κλίμα, πράγμα που σημαίνει απλώς ότι οι επενδυτές έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης».
Αναλυτές της Bank of America έχουν προβλέψει ότι η «αγορά» της προσαρμογής στο κλίμα θα διπλασιαστεί στα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει να δαπανηθεί τουλάχιστον το 25% του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ για τη δράση για το κλίμα για τα επόμενα έξι χρόνια.
Σε πρόσφατη έκθεση, το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών ανέφερε ότι το ετήσιο κόστος προσαρμογής μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες υπολογίζεται επί του παρόντος σε περίπου 70 δισεκατομμύρια δολάρια, με τους αριθμούς να αναμένεται να ανέλθουν σε περισσότερα από 140 δισεκατομμύρια δολάρια το 2030 και έως και 500 δισεκατομμύρια δολάρια το 2050.