Αποκλίνει η προσέγγιση των επιχειρήσεων και των μεγαλύτερων επενδυτών τους στις απαραίτητες ενέργειες για τη βιώσιμη ανάπτυξη, απειλώντας την πρόσβαση σε κεφάλαια, αλλά και την πρόοδο στην απεξάρτηση από τον άνθρακα.
.
Αυτό διαπιστώνει σχετική έρευνα της EY ανάμεσα σε 1.040 CFOs και άλλα υψηλόβαθμα χρηματοοικονομικά στελέχη, αλλά και σε 320 θεσμικούς επενδυτές διεθνώς, όπου εξετάζονται επίσης οι προσδοκίες και στόχοι σχετικά με τις επενδύσεις βιώσιμης ανάπτυξης και την υποβολή αναφορών ESG.
Μακροπρόθεσμες επενδύσεις ή βραχυπρόθεσμα κέρδη
Σύμφωνα με την έκθεση, πάνω από τα τρία τέταρτα των επενδυτών (78%) πιστεύουν πως οι εταιρείες πρέπει να επενδύσουν σε βελτιώσεις σχετικά με θέματα ESG, ακόμη και αν αυτό μειώνει τα βραχυπρόθεσμα κέρδη τους. Ωστόσο, μόνο το 55% των επικεφαλής επιχειρήσεων έχει την ίδια άποψη.
Επιπλέον, περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (53%) πιστεύουν ότι οι προσπάθειές τους να προωθήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, στην πραγματικότητα εμποδίζονται από την πίεση των επενδυτών να παρουσιάσουν βραχυπρόθεσμα κέρδη. Ένα στα πέντε (20%) υψηλόβαθμα στελέχη χρηματοοικονομικών διευθύνσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι οι επενδυτές «αδιαφορούν» για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ανησυχίες για «greenwashing»
Οι επενδυτές είναι επίσης ιδιαίτερα επικριτικοί ως προς την προσέγγιση των επιχειρήσεων για τη δημοσίευση σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητές τους που αφορούν στη βιώσιμη ανάπτυξη. Σχεδόν όλοι οι επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα (99%) δηλώνουν ότι οι αναφορές ESG αποτελούν ένα κρίσιμο στοιχείο κατά τη λήψη των επενδυτικών τους αποφάσεων, ωστόσο, τα τρία τέταρτα (76%) πιστεύουν ότι οι οργανισμοί είναι «ιδιαίτερα επιλεκτικοί» σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχουν – εγείροντας ανησυχίες για φαινόμενα greenwashing. Σχεδόν εννέα στους δέκα (88%) υποστηρίζουν την άποψη ότι οι εταιρείες υποβάλλουν αναφορές μόνο όταν αναγκάζονται.
Στις περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη, το 80% των επενδυτών δηλώνει ότι συχνά δεν εξηγούν επαρκώς το σκεπτικό τους και υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να δυσκολεύει την αξιολόγηση τέτοιων επενδύσεων.
Περιθώρια βελτίωσης
Είναι ενδιαφέρον ότι πολλές επιχειρήσεις φαίνεται να αναγνωρίζουν ότι υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν την υποβολή αναφορών ESG. Λίγο περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα (54%) δήλωσαν ότι παρέχουν στους επενδυτές σχετικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ οι υπόλοιπες αναγνωρίζουν ότι δεν το πράττουν. Τέλος, τα δύο πέμπτα των στελεχών των χρηματοοικονομικών διευθύνσεων παραδέχθηκαν ότι η τρέχουσες αναφορές για θέματα ESG που υποβάλλουν δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στον έλεγχο των βασικών προτύπων διασφάλισης, γνωστών ως «εύλογη διασφάλιση».
Κοινό έδαφος ως προς τις ελλείψεις των αναφορών
Η έρευνα αναδεικνύει ορισμένα κοινά σημεία μεταξύ των επιχειρήσεων και των επενδυτών τους: συμφωνούν σχετικά με τις αδυναμίες των υπαρχόντων προτύπων αναφορών και επισημαίνουν την έλλειψη απαιτήσεων για τεκμηρίωση μέσω αποδεικτικών στοιχείων. Συμφωνούν, επίσης, ότι βασικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι ο διαχωρισμός των αναφορών ESG από τις κύριες οικονομικές αναφορές και η απουσία γνωστοποιήσεων που εστιάζουν στο μέλλον.
Η έρευνα καταγράφει ορισμένα μέτρα που μπορούν να λάβουν οι επιχειρήσεις για να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και υπογραμμίζει δύο προτεραιότητες: τη βελτίωση των αναφορών βιώσιμης ανάπτυξης που έχουν σχεδιαστεί για να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και την αναβάθμιση του ρόλου των επικεφαλής των χρηματοοικονομικών λειτουργιών στην υποβολή των αναφορών αυτών.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η κυρία Κιάρα Κόντη, Εταίρος, Υπηρεσίες Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Για να καλυφθεί το κενό εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρήσεων, επενδυτών αλλά και λοιπών ενδιαφερομένων μερών, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συνδέσουν τα κριτήρια ESG που παρουσιάζουν στις αναφορές τους με το επιχειρηματικό τους μοντέλο, εστιάζοντας λιγότερο στην καθιερωμένη μέτρηση χρηματοοικονομικών και μη-χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων (outputs) και περισσότερο στη μέτρηση και, όπου είναι εφικτό, στην αποτίμηση των επιδράσεών τους (outcomes), της αξίας δηλαδή που δημιουργούν ή καταστρέφουν για τα ενδιαφερόμενά τους μέρη, και την ευρύτερη οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον».
Ο κ. Κώστας Σταθόπουλος, Εταίρος, Ελεγκτικές Υπηρεσίες EY Ελλάδος – Επικεφαλής Χρηματοοικονομικών Λογιστικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, τόνισε: «Η διασφάλιση της εμπιστοσύνης από την αγορά και ο μακροπρόθεσμος προσανατολισμός που θέλουν οι εταιρείες να παρουσιάζουν είναι, πλέον, άρρηκτα συνδεδεμένες με την ενσωμάτωση της βιώσιμης ανάπτυξης με στρατηγικό, συστημικό και ολοκληρωμένο τρόπο, στις διαδικασίες σύνταξης των αναφορών των επιχειρήσεων. Μόνο με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας στις εταιρείες και αναγνωρίζονται οι σημαντικές προσπάθειες των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης».
Στις περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη, το 80% των επενδυτών δηλώνει ότι συχνά δεν εξηγούν επαρκώς το σκεπτικό τους και υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να δυσκολεύει την αξιολόγηση τέτοιων επενδύσεων.