Ένα εκατ. άνθρωποι στερούνται τροφής λόγω των ελληνικών βιομηχανικών ιχθυοκαλλιεργειών

Body

Νέες μελέτες που παρουσιάστηκαν σήμερα στο Διεθνές Συνέδριο για τους Ωκεανούς του ΟΗΕ στη Νίκαια, αποκαλύπτουν ότι τουλάχιστον 1 εκατομμύριο άνθρωποι στη Δυτική και Νότια Αφρική θα μπορούσαν να καταναλώνουν 200 γραμμάρια ψαριού την εβδομάδα έκαστος, εάν τα άγρια ψάρια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ιχθυελαίων για τα, επιδοτούμενα από την ΕΕ, ελληνικά ιχθυοτροφεία λαβρακιού και τσιπούρας δεν κατέληγαν ως ζωοτροφή.

.

Την έκθεση υπογράφουν οι οργανώσεις FoodriseΑΚΤΑΙΑ και Associació Cultural Ecológista de Calp.

Η Ελλάδα είναι πλέον ο μεγαλύτερος παραγωγός τσιπούρας και λαβρακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η δεύτερη σε όλο τον κόσμο μετά την Τουρκία. Το 82% της ελληνικής παραγωγής εξάγεται – κυρίως στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία.

Σύμφωνα με την Foodrise, η παραγωγή στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 141% από το 2000, κυρίως χάρη στη χρήση τεράστιων ποσοτήτων άγριων ψαριών, που αλιεύονται σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία και μετατρέπονται σε ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια για την εκτροφή των ψαριών. Η Δυτική Αφρική αποτελεί μία από τις πηγές αυτών των πόρων για την Ελλάδα και τις μεσογειακές χώρες. Το 2022 η Ελλάδα εισήγαγε 97.000 τόνους ιχθυάλευρα και 41.200 τόνους ιχθυελαίων (UN FAO).

Σύμφωνα με 5 μελέτες που παρουσιάστηκαν στο Science Advances, για την παραγωγή 1 κιλού λαβρακιού ή τσιπούρας απαιτούνται 1,25 έως 3,93 κιλά άγριου ψαριού. Η αυξανόμενη ζήτηση οδηγεί σε δραματική μείωση των πληθυσμών άγριων ψαριών, επηρεάζοντας τις τοπικές διατροφικές πηγές και οικονομίες.

Στην Ελλάδα, οι κοινότητες γύρω από τις περιοχές των ιχθυοκαλλιεργειών καταγγέλλουν ρύπανση, υποβάθμιση οικοσυστημάτων και απειλές για βασικούς τομείς όπως ο τουρισμός.

Παρά τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις, η βιομηχανική ιχθυοκαλλιέργεια απολαμβάνει ισχυρή κρατική στήριξη και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Μόνο για την περίοδο 2021–2027, μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (EMFAF), η Ελλάδα θα λάβει 91 εκατ. ευρώ, ενώ επιπλέον είναι ανοιχτές οι αιτήσεις για 71 εκατ. ευρώ σε κρατικές ενισχύσεις.

Η έκθεση αναδεικνύει ότι η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις προωθούν την επέκταση της βιομηχανικής ιχθυοκαλλιέργειας εις βάρος του περιβάλλοντος και των παράκτιων κοινοτήτων. Το 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε καμπάνια υπέρ της υδατοκαλλιέργειας σε όλη την Ε.Ε., ενώ στην Ελλάδα, νομοθετικά μέτρα έχουν 24πλασιάσει τις επιτρεπόμενες περιοχές εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας, παραχωρώντας ουσιαστικά μεγάλες εκτάσεις του παράκτιου χώρου σε ιδιωτικά συμφέροντα.

Το 1980, μόλις το 2% της εγχώριας παραγωγής ψαριών στην Ελλάδα προερχόταν από την ιχθυοκαλλιέργεια. Σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά, η εικόνα είναι ριζικά διαφορετική: η ιχθυοκαλλιέργεια αντιστοιχεί στο 68% της εγχώριας παραγωγής ψαριών, ενώ η αλιεία στο 32%. Αυτό σημαίνει ότι η ιχθυοκαλλιέργεια (και σε πολύ μικρότερο βαθμό η εκτροφή άλλων ειδών όπως τα οστρακοειδή) καλύπτει πλέον πάνω από τα 2/3 της παραγωγής ψαριών στην Ελλάδα.

Η τσιπούρα και το λαβράκι έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή. Για παράδειγμα, το 2021, η παραγωγή άγριου λαβρακιού στην Ελλάδα ήταν μόλις 379 τόνοι, έναντι 51.232 τόνων βιομηχανικώς εκτρεφόμενου λαβρακιού. Και το 2022, η Ελλάδα παρήγαγε περίπου 137.000 τόνους ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, με την τσιπούρα και το λαβράκι να αποτελούν το 92% αυτής της ποσότητας – περίπου 126.000 τόνους συνολικά.

Σε παγκόσμια κλίμακα, η εκτροφή αυτών των ειδών παράγει μερίδες 200 γραμμαρίων την εβδομάδα για 33 εκατομμύρια ανθρώπους. Όμως, η έκθεση αποδεικνύει ότι η καθαρή επίδραση στο περιβάλλον και στην επισιτιστική ασφάλεια είναι αρνητική. Αν καταναλώνονταν απευθείας τα άγρια ψάρια που χρησιμοποιούνται ως τροφή, θα μπορούσαν να τραφούν 46 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή 13 εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους τρέφονται από τα εκτρεφόμενα ψάρια.

Αρθρογράφος
Κύριος χαρακτηρισμός περιεχομένου
Image
Επικεφαλίδα

Η Ελλάδα είναι πλέον ο μεγαλύτερος παραγωγός τσιπούρας και λαβρακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η δεύτερη σε όλο τον κόσμο μετά την Τουρκία.