Την υψηλή ρευστότητα και τα χαμηλά επιτόκια αξιοποιούν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν ξεκινήσει έναν μαραθώνιο άντλησης κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και να προετοιμαστούν για την επόμενη ημέρα.
Οι κινήσεις αυτές επιβοηθούνται σημαντικά από τις επιτυχείς εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου και τις αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών από τους οίκους αξιολόγησης. Σημαντικό, επίσης, ρόλο έπαιξαν οι τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων αλλά και οι στρατηγικές κινήσεις με διεθνείς παίκτες στο πλαίσιο του τραπεζικού μετασχηματισμού, καθώς οι συναλλαγές αυτές ξανασύστησαν τις ελληνικές τράπεζες στις αγορές.
Μέσα στην εβδομάδα ξεκίνησε η Alpha Bank με την έκδοση senior preferred ομολόγου, διάρκειας 6,5 ετών με δυνατότητα ανάκλησης μετά την πάροδο 5,5 ετών, για την άντληση 500 εκατ. ευρώ, ακολουθώντας ανάλογο βήμα που έκανε η Eurobank, ενώ αντίστοιχη κίνηση αναμένεται από την Πειραιώς. Από την αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα οι τέσσερις συστημικές έχουν προχωρήσει σε σημαντικές και επιτυχείς αντλήσεις κεφαλαίων μέσω ομολόγων. Η Alpha Bank άντλησε 1 δισ. ευρώ, 500 εκατ. τον Φεβρουάριο του 2020 και 500 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2021. Αντίστοιχα και η Πειραιώς, η οποία είχε αντλήσει 500 εκατ. το 2020 και ακολούθησε με επιπλέον 600 εκατ. ευρώ τον περασμένο Ιούνιο. Παρομοίως, η Eurobank πραγματοποίησε δύο εκδόσεις των 500 εκατ. ευρώ στο πρώτο και στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αντίστοιχα, ενώ προγραμματίζει άλλες δύο παρόμοιες για το 2022. Η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε το πρώτο πράσινο ομόλογο 500 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2020. Σε αυτές τις επιτυχείς εκδόσεις μπορούν να προστεθούν οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς (1,4 δισ.) και της Alpha Bank (0,8 δισ.).
Τριετή πλάνα
Σύμφωνα με τα τριετή πλάνα τα οποία έχουν καταθέσει οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές και που δημοσίευσε το Capital.gr στις 8 Σεπτεμβρίου, προκύπτει ότι, για το 2021, οι συνολικές αντλήσεις κεφαλαίων υπερβαίνουν τους αρχικούς στόχους. Σύμφωνα με τα σχέδια, είχε προγραμματιστεί η άντληση 4 δισ. ευρώ. Μέχρι σήμερα οι τέσσερις συστημικές έχουν αντλήσει συνολικά 5,3 δισ. ευρώ, μέσω ομολόγων και αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Το ποσό αυτό θα ανέλθει μέχρι το τέλος της χρονιάς στα 5,8 δισ. ευρώ με τη νέα έκδοση ομολόγου που ετοιμάζει η Τράπεζα Πειραιώς μέχρι το τέλος του έτους.
Από το 2022 και μέχρι το 2025 αναμένεται εντονότερη κινητικότητα, ιδιαίτερα μέσω έκδοσης πράσινων ομολόγων, αλλά και υβριδικών τίτλων, συνδεδεμένων με τα κριτήρια ESG (περιβάλλον, κοινωνία, διακυβέρνηση). Ήδη εκδόθηκε από την Εθνική Τράπεζα το πρώτο πράσινο ομόλογο ύψους 500 εκατ. ευρώ τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ αντίστοιχη κίνηση έχει προαναγγελθεί από την Τράπεζα Πειραιώς. Ωστόσο η πράσινη χρηματοδότηση και η άντληση κεφαλαίων με κριτήρια ESG αποτελεί τη βασική προτεραιότητα όλων των ελληνικών τραπεζών, καθώς σε αυτόν τον τομέα παρατηρείται η μεγαλύτερη προσφορά κεφαλαίων με το μικρότερο κόστος.
Για το 2022 έχουν προαναγγελθεί ουσιαστικά μέσω των παρουσιάσεων δύο εκδόσεις των 500 εκατ. ευρώ, η μία από τη Eurobank και άλλες δύο αντίστοιχων ποσών περίπου από την Εθνική Τράπεζα. Παρ’ όλα αυτά, πηγές και από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες επιβεβαιώνουν ότι όλες θα προβούν σε αντίστοιχες εκδόσεις σε όλη τη διάρκεια μέχρι το τέλος του 2025. Ο συνολικός στόχος είναι η άντληση περίπου 13 δισ. ευρώ κυρίως για την ικανοποίηση των αναγκών για κεφάλαια MREL μέχρι το τέλος του 2025. Τα MREL αποτελούν τις λεγόμενες Ελάχιστες Απαιτήσεις Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων. Δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά κεφάλαια, αλλά είναι αυτά που χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση ζημιών από τους μετόχους και τους πιστωτές των τραπεζών, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης παθητικού, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να απαιτείται η παροχή κρατικής ενίσχυσης. Πρόκειται για κομμάτι των σχεδίων εξυγίανσης των τραπεζών, με τα νέα όρια να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2026. Έτσι, οι ΕΚΤ και SSM έδωσαν στις ευρωπαϊκές τράπεζες περιθώριο μέχρι τα τέλη του 2025 να καλύψουν τα κεφάλαια αυτά. Σύμφωνα με στοιχεία του Ενιαίου Μηχανισμού Εκκαθάρισης (SRB), οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αντλήσουν συνολικά περίπου 13 δισ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια για κεφάλαια MREL. Ωστόσο, πιο πρόσφατα στοιχεία από τις ελληνικές τράπεζες έχουν περιορίσει το ποσό αυτό σε περίπου 10 δισ. ευρώ, λόγω των κινήσεων στις οποίες έχουν ήδη προβεί.
10 στρατηγικοί πυλώνες
Η στρατηγική των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για την κάλυψη των MREL δεν εξαντλείται μόνο στην άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Οι αντλήσεις αυτές εξυπηρετούν τη γενικότερη ενίσχυση των κεφαλαίων τους, περιλαμβανομένων των εποπτικών. Οι ανάγκες για MREL καλύπτονται και από τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου, π.χ. με κέρδη από αγοραπωλησίες ομολόγων, πωλήσεις των δικτύων αποδοχής καρτών (POS), την ενίσχυση των δραστηριοτήτων των εταιρειών factoring στους ομίλους τους κ.ά. Για παράδειγμα, μόνο από την πώληση των δραστηριοτήτων αποδοχής καρτών από τις τέσσερις συστημικές προκύπτει κεφαλαιακό όφελος περίπου 1 δισ. ευρώ. Επίσης, μία συστημική τράπεζα, μόνο από τις αναδιαρθρώσεις του ομίλου στο πλαίσιο του τραπεζικού μετασχηματισμού, δημιούργησε υπεραξίες γύρω στα 800 εκατ. με 1 δισ. ευρώ.
Η μεγάλη επιστροφή των ελληνικών τραπεζών εντάσσεται σε μια γενικότερη στρατηγική, η οποία εκμεταλλεύεται την παρούσα κατάσταση, που έχει τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:
Πρώτον, μεγάλη μετατόπιση κεφαλαίων, μείωση κόστους και κινδύνων στην πράσινη χρηματοδότηση και σε τίτλους που πληρούν τα κριτήρια ESG.
Δεύτερον, ιστορικά χαμηλά επιτόκια λόγω της αυξημένης ρευστότητας από τις ενέσεις της ΕΚΤ και τα πακέτα στήριξης. Ο κίνδυνος πληθωρισμού και ανόδου των αποδόσεων πιέζει για εμπροσθοβαρείς κινήσεις για άντληση κεφαλαίων μέσω των διαθέσιμων εργαλείων (κεφάλαια Τ1, Τ2, ΑΤ1, senior, secured κ.λπ.). Παράλληλα, ενισχύεται το μείγμα πράσινων ομολόγων και υβριδικών τίτλων με κριτήρια ESG για το αμέσως επόμενο διάστημα, καθώς σε αυτά οι αποδόσεις θα διατηρούνται χαμηλότερες.
Τρίτον, οι ελληνικές, όπως και οι ευρωπαϊκές τράπεζες, θα πρέπει να "απορροφήσουν" κεφαλαιακά κόστη από τις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων. Για τις ελληνικές τράπεζες το συνολικό κόστος εκτιμάται γύρω στη μία με δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Τέταρτον, τα εσωτερικά μοντέλα κινδύνων αλλάζουν από το 2022, καθώς εντάσσεται η μέτρηση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή. Συνεπώς, αναταξινομούνται και ξαναϋπολογίζονται οι κίνδυνοι (με αντίστοιχες μεταβολές στο κόστος κινδύνου και τις προβλέψεις). Οι συζητήσεις και οι πρώτες μετρήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει μεταξύ των ελληνικών τραπεζών και των εποπτικών αρχών. Μέσα στο 2022 θα γίνει η μετάβαση των συστημάτων (καθορισμός δεικτών, συστημάτων κ.λπ.) και το 2023 θα πάρουν μέρος στα πανευρωπαϊκά stress tests, τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Πέμπτον, απορρόφηση του κόστους από την πλήρη επίπτωση από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ9). Η μετάβαση έχει ήδη ξεκινήσει να αποσβένεται από προηγούμενες χρήσεις από τις ελληνικές τράπεζες και τώρα φτάνουν στην ολοκλήρωση της απορρόφησης του κόστους αυτού. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εκτιμήσει τη συνολική επίπτωση στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Έκτον, απόσβεση της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) μέσω της κερδοφορίας, γεγονός που αποτελεί πρόκληση σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και περιορισμού του επιτοκιακού περιθωρίου. Επομένως, οι τράπεζες εστιάζουν στη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου, με δημιουργία νέων πηγών εσόδων, αναδιαρθρώσεων, απελευθέρωση κεφαλαίων και μείωση κινδύνων. Για παράδειγμα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι αναδιαρθρώσεις θυγατρικών, οι πωλήσεις των συστημάτων καρτών, η ενίσχυση του factoring και της λιανικής τραπεζικής αποτελούν κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον, η στροφή στη λιανική τραπεζική δημιουργεί υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Ακόμα, η στρατηγική της πράσινης χρηματοδότησης και των κριτηρίων ESG μειώνει τους κινδύνους και, κατά συνέπεια, το κόστος ρίσκου και το ύψος των προβλέψεων.
Έβδομον, προκύπτουν αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις από την εφαρμογή της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ από το 2023. Στη διάρκεια του φθινοπώρου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιεύσει πρόταση σχετικά με επικαιροποιημένους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας για τις τράπεζες εντός της Ε.Ε. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ), η επίπτωση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι υψηλότερη στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι επιπτώσεις μετριάζονται στις μεσαίες και σχεδόν μηδενίζονται για τις μικρές. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, δεν αναμένεται σημαντική επίπτωση στις τέσσερις συστημικές, καθώς ήδη οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι υψηλότεροι από τα ελάχιστα όρια, τα πλάνα που βρίσκονται σε εξέλιξη στοχεύουν σε δείκτες συνολικών κεφαλαίων γύρω ή πάνω του 16%.
Όγδοον, όπως δημιουργούνται κέρδη από τη μείωση των αποδόσεων (αύξηση τιμών) στα κρατικά ομόλογα, έτσι προκύπτει κίνδυνος από την έκθεση των τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων. Αντιστάθμισμα των κινδύνων αυτών αποτελούν οι συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού χρέους και των ελληνικών τραπεζών. Επιπλέον, η ισχυρή ανάπτυξη που αναμένει η ελληνική οικονομία και η βελτίωση του προφίλ του δημοσίου χρέους δημιουργούν προσδοκίες για αναβαθμίσεις που σε βάθος μηνών θα φέρουν τα ελληνικά ομόλογα και τις τράπεζες σε επενδυτική βαθμίδα.
Ένατον, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας εν όψει του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων διαρθρωτικών ταμείων που συνολικά θα κινητοποιήσουν επενδυτικά κεφάλαια 89 δισ. ευρώ μέχρι το 2027.
Δέκατον, διαπιστώνονται ευκαιρίες και κίνδυνοι από την ψηφιακή μετάβαση. Δημιουργούνται ευκαιρίες για νέα έσοδα και εξορθολογισμό του κόστους, αλλά και μεγάλος ανταγωνισμός για ολοένα και περισσότερες επενδύσεις στην τεχνολογία. Ο ανταγωνισμός αυτός προέρχεται από άλλους κλάδους, όπως εταιρείες τεχνολογίας και λιανικές αλυσίδες, οι οποίες ανεβάζουν τον πήχη εξυπηρέτησης και αλλάζουν γενικά την καταναλωτική συμπεριφορά ταχύτερα, ειδικά στις νέες ηλικίες. Όμως, πέρα από τις απαιτήσεις των πελατών, η ψηφιοποίηση δημιουργεί μεγαλύτερες ανάγκες για επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια, για υψηλότερες δαπάνες σε νομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες για την προστασία δεδομένων κ.ά.
Προειδοποιήσεις για κινδύνους από τις εποπτικές αρχές
Από την έναρξη της πανδημίας δεν έχουν σταματήσει οι εποπτικές αρχές να κάνουν αυστηρές συστάσεις στις τράπεζες λόγω της αβεβαιότητας από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι συστάσεις αυτές συνεχίζονται με ιδιαίτερη πυκνότητα σήμερα, είτε μέσω εκθέσεων είτε μέσω ομιλιών και άρθρων μελών της ΕΒΑ, της ΕΚΤ και του SSM.
Κοινός παρονομαστής των συστάσεων αυτών είναι ότι η επίπτωση της πανδημίας δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η ανάπτυξη, η αύξηση της κατανάλωσης και η μικρότερη δημιουργία κόκκινων δανείων από ό,τι αναμενόταν δημιουργούν μια καλύτερη εικόνα από την πραγματική, επισημαίνουν οι εποπτικές αρχές. Αυτό το στηρίζουν στο γεγονός ότι δεν έχουν αποσυρθεί ακόμη τα μέτρα στήριξης προς τράπεζες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουν ότι λόγω των μέτρων αυτών συγκρατήθηκε η ανεργία και η έκρηξη των λουκέτων, δηλαδή παρενέργειες οι οποίες θα έπρεπε να είχαν εμφανιστεί σε ένα έτος τόσο μεγάλης ύφεσης όπως το 2020. Όμως όλες αυτές οι παρενέργειες καλύφθηκαν από τα μέτρα στήριξης, τα οποία έχουν ημερομηνία λήξης.
Την ίδια στιγμή, στην έκθεσή τους, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές υπογραμμίζουν την ανάγκη στήριξης αποδυναμωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την πανδημία. Η μείωση της ποιότητας των δανείων που δέχτηκαν στήριξη φαίνεται και από την αύξηση των δανείων που μεταφέρουν οι τράπεζες από το επίπεδο κινδύνου stage 1 (μικρός) σε εκείνο του stage 2 (υψηλός). Τα νέα δάνεια που εισέρχονται στο stage 1 και μετά στο stage 2 έχουν μικρότερη ποιότητα ενεργητικού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της γενικότερης αποδυνάμωσης της πραγματικής οικονομίας λόγω της COVID και της αυξανόμενης ζήτησης για στήριξης κατά την επανεκκίνηση και την επόμενη ημέρα.
Επίσης, στην πρόσφατη κοινή έκθεση των εποπτικών αρχών (ευρωπαϊκών τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και επενδυτικών εταιρειών) αναφέρεται ότι η επιτυχία των πακέτων στήριξης κατά την πανδημία και τα πρώτα έντονα σημάδια ανάκαμψης, με το άνοιγμα της αγοράς, δημιουργούν θετικότερες προσδοκίες για τη μετάβαση στην κανονικότητα, καθώς κρύβουν κινδύνους που σχετίζονται με την άνοδο των τιμών και την πιθανότητα αύξησης του πληθωρισμού και των αποδόσεων στα ομόλογα. Ακόμα, καλύπτεται ο κίνδυνος της εξάρτησης του ευρύτερου χρηματοοικονομικού κλάδου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τα μέτρα στήριξης. Περαιτέρω, υποτιμώνται κίνδυνοι από την απότομη άνοδο των μετοχών, τη μεγάλη διακύμανση των κρυπτονομισμάτων και τα πιθανά ντόμινο από καταρρεύσεις επενδυτικών κεφαλαίων όπως των GameStop, Archegos, Greensill.
Σύμφωνα με την έκθεση, όλοι αυτοί οι κίνδυνοι, όπως και η ασύμμετρη ανάπτυξη διαφορετικών κλάδων και χωρών-μελών της Ε.Ε., δεν έχουν εμφανιστεί πλήρως, ούτε έχουν αποτιμηθεί. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αγορές μετοχών, κρατικών και εταιρικών ομολόγων έχουν ανέβει σε επίπεδα υψηλότερα από την προ-COVID περίοδο. Επιπλέον, οι εκροές από αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων δείχνουν ότι οι επενδυτές αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις, αποδεχόμενοι ολοένα και μεγαλύτερο ρίσκο.
Πηγή: capital.gr (Του Λεωνίδα Στεργίου)
Από το 2022 και μέχρι το 2025 εντονότερη θα είναι η κινητικότητα των 4 συστημικών τραπεζών μέσω έκδοσης πράσινων ομολόγων, αλλά και υβριδικών τίτλων, συνδεδεμένων με τα κριτήρια ESG.