Μόλις το 14% των επικεφαλής διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων θεωρούν ότι οι μετοχές λαμβάνουν υπόψη τους κλιματικούς κινδύνους, σύμφωνα με μια παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τις KPMG, CREATE-Research και την CAIA Association.
Με βάση τις συνεντεύξεις σχεδόν 100 επικεφαλής μεγάλων επενδυτικών οίκων και συνταξιοδοτικών ταμείων, με περιουσιακά στοιχεία αξίας US$ 34,5 τρισ., στην έρευνα «Can capital markets help save the planet?» («Μπορούν να βοηθήσουν οι κεφαλαιαγορές να σώσουμε τον πλανήτη;») βρέθηκε ότι μόλις το 14% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι οι μετοχές αυτή τη στιγμή συνεκτιμούν τους κλιματικούς κινδύνους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις εναλλακτικές επενδύσεις ήταν 11%, και για τα ομόλογα 8%.
Οι ερωτηθέντες επίσης υπέδειξαν ότι η πρόοδος είναι πιο εμφανής στις εισηγμένες μετοχές, επειδή οι ευκαιρίες εποπτείας που προσφέρουν θεωρούνται πλέον κρίσιμες για τη δημιουργία αξίας κατά τη μετάβαση σε ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Γενικά, η συνεκτίμηση του κλιματικού παράγοντα είναι πιο εμφανής στον τομέα της ενέργειας και λιγότερο σε έργα έντασης κεφαλαίου που έχουν μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα έως την εμπορική τους εκμετάλλευση.
Τα πράσινα χαρτοφυλάκια δεν έχουν ακόμα εξισωθεί με έναν πράσινο πλανήτη» σχολιάζει ο Anthony Cowell, ένας από τους συντάκτες και Head of Asset Management της KPMG Islands Group.
Το βασικό εμπόδιο φαίνεται να είναι η ασαφής φύση της κλιματικής επιστήμης και η συνεπακόλουθη επίδρασή της στο ΑΕΠ. Δεν υπάρχει κάποιο ιστορικό αρχείο ή εμπειρία σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συστήματά μας μπορούν ή πρόκειται να αντιδράσουν σε αυτές τις επιδράσεις. Το πρόβλημα εντείνεται επιπλέον από την εμφανή έλλειψη σαφήνειας στις πολιτικές που επιλέγουν οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες θα έπρεπε να παρέχουν τα κίνητρα για ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι προθέσεις προτρέχουν των πράξεων. Η κλιματική αλλαγή ενέχει ευκαιρίες αλλά και κινδύνους, που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν.
«Το αόρατο χέρι των αγορών θα πρέπει να συντονιστεί με το ορατό πόδι των κυβερνήσεων» αναφέρει ο Amin Rajan, ένας από τους συντάκτες της παρούσας έκθεσης και CEO της CREATE-Research.
Μέχρι στιγμής, καμία δικαιοδοσία δεν έχει θεσπίσει κάποια σειρά κανόνων οι οποίοι να ενσωματώνουν σωστά τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κόστη στις χρηματοοικονομικές αναφορές των εταιρειών, ειδικά με τρόπους που θα μπορούσαν να συνδράμουν στον καθορισμό της τιμής των κλιματικών κινδύνων. Λόγω του γεγονότος αυτού, τα κίνητρα με βάση την αγορά και οι επενδύσεις σε τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς. Η πρόοδος επίσης καθυστερείται από την έλλειψη μια ενιαίας τιμής άνθρακα στην τρέχουσα γενιά των συστημάτων εμπορίας εκπομπών, που παραμένουν στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, δύο γεγονότα σημειώνονται ως κρίσιμα σημεία καμπής. Το πρώτο είναι η νέα πράσινη ατζέντα των σημαντικών οικονομιών, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την υιοθέτηση προτύπων καθαρής ενέργειας, την υποχρεωτική αναφορά του αποτυπώματος άνθρακα των εισηγμένων εταιρειών και μια αναθεώρηση των καταπιστευματικών κανόνων για την συμπερίληψη των παραγόντων του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της διακυβέρνησης στα χαρτοφυλάκια των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Το δεύτερο γεγονός είναι η Σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών COP26 στη Γλασκόβη που ξεκινά στις 31 Οκτωβρίου 2021. «Οι ερωτηθέντες το θεωρούν ζωτικό στον διάλογο για την τιμολόγηση του άνθρακα, αλλά η βιώσιμη δράση στην έδρα των ενδιαφερομένων μερών αποτελεί ένα απαραίτητο επόμενο βήμα», σημειώνει ο William Kelly, τρίτος συντάκτης της έκθεσης και CEO της CAIA Association.
Σύμφωνα με το 84% των συμμετεχόντων στην έρευνα, μετά τη Σύνοδο της Γλασκόβης θεωρείται πιθανόν να ξεκινήσουν περισσότερες συντονισμένες διακυβερνητικές δράσεις και οι κεφαλαιαγορές προετοιμάζονται να δεχτούν ισχυρότερη υποστήριξη μετά από την πρόοδο σε τρεις βασικούς τομείς: τιμολόγηση άνθρακα, καινοτομία στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας και υποχρεωτική αναφορά δεδομένων.
Όταν ερωτήθηκαν εάν οι κεφαλαιαγορές είναι πιθανόν να αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψη τους κλιματικούς κινδύνους σε σημαντικό βαθμό, 42% των ερωτηθέντων απάντησαν «ναι», 30% απάντησαν «ίσως» και 28% απάντησαν «όχι». Πάνω από το 60% των ερωτηθέντων αναμένουν όλες οι κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων να κάνουν περαιτέρω βήματα προς την συνεκτίμηση των κλιματικών κινδύνων τα επόμενα τρία χρόνια.
Η έκθεση καταλήγει ότι η διοχέτευση κεφαλαίων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις τεχνολογίες που είναι απαραίτητες για μια οικονομία χαμηλού άνθρακα απαιτεί μια τεράστια και συντονισμένη προσπάθεια, τόσο σε επίπεδο πολιτικών όσο και κινήτρων. Χωρίς αυτά, κάποιοι ερωτηθέντες φοβούνται ότι εάν η αδράνεια στην υιοθέτηση πολιτικών στο πρόσφατο παρελθόν συνεχίζει να επιτρέπει τη συσσώρευση των κινδύνων στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, θα συμβεί μια «Στιγμή Minsky»: μια κατάρρευση δηλαδή στις τιμές των κινητών αξιών λόγω ξαφνικού πανικού σε κάποια μελλοντική ημερομηνία.
Οι ερωτηθέντες επίσης υπέδειξαν ότι η πρόοδος είναι πιο εμφανής στις εισηγμένες μετοχές, επειδή οι ευκαιρίες εποπτείας που προσφέρουν θεωρούνται πλέον κρίσιμες για τη δημιουργία αξίας κατά τη μετάβαση σε ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα