Πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα για τα πράσινα ομόλογα;

Body

Το 1,5 τρισ. δολάρια εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 2022, το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς «πράσινων» ομολόγων και ομολόγων με δείκτες αειφορίας (sustainability linked bonds), όπως επισήμανε η Αλεξάνδρα Κονιδά, Managing Director και επικεφαλής χονδρικής τραπεζικής της ΗSBC.

Mιλώντας σήμερα στο Greek Economic Summit 2021, στην ενότητα με τίτλο «Πράσινη χρηματοδότηση: τα κριτήρια ESG» (Περιβάλλον-Κοινωνία-Διακυβέρνηση) η κα Κονιδά εξήγησε πως σύμφωνα με έρευνα της HSBC, μετά την πανδημία, πάνω από το 60% των επενδυτών και εκδοτών αναθεώρησαν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και προσεγγίζουν την ευθύνη τους προς την κοινωνία. Πάνω από το 50% αυτών πιστεύουν πλέον, ότι η εστίαση σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, συμβάλλει στην αύξηση των αποδόσεων και τη μείωση των κινδύνων.

«Η Ευρώπη πρωτοπορεί όσον αφορά τις κεφαλαιαγορές, στην έκδοση των δύο ειδών ομολόγων (πράσινων και με δείκτες αειφορίας). Το 25% των ευρωπαϊκών εταιρικών ομολογιακών εκδόσεων είναι ESG labelled (ομόλογα με χαρακτηριστικά που σχετίζονται με οφέλη για την κοινωνία, το περιβάλλον και τη διακυβέρνηση) έναντι ποσοστού 10% το 2020 - στο μεγαλύτερο ποσοστό τους πράσινα ομόλογα. Για το 2022, η εκτίμησή μας σε σχέση με την αγορά για τα πράσινα και sustainability linked ομόλογα, είναι η περαιτέρω αυξηση, τουλάχιστον 50%, βάσει του ενδιαφέροντος από επενδυτές και εκδότες, με την αγορά να φτάνει στο 1,5 τρισ. δολ» υπογράμμισε.

Η κα Κονιδά πρόσθεσε ότι τους τελευταίους 12-18 μήνες υπάρχει έντονο ενδιαφέρον και στην Ελλάδα σε αυτό τον τομέα, με σημαντικές εκδόσεις από εταιρείες και τράπεζες, ενώ ανέφερε ενδεικτικά το ομόλογο της ΔΕΗ με δείκτη αειφορίας, το οποίο στην πρώτη συναλλαγή απέφερε 650 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα μέσα σε τρεις μήνες, η ΔΕΗ να καταφέρει να αντλήσει κεφάλαια-ρεκόρ, ύψους 1,3 δισ. ευρώ, «γεγονός που δείχνει το βάθος της αγοράς». Η managing director της HSBC, ανέφερε ακόμα πως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (της τράπεζας) στην Ευρώπη, το 90% τω επενδυτών θεωρούν πλέον σημαντικό ή πολύ σημαντικό, οι εταιρείες να προετοιμάζονται για την κλιματική αλλαγή και να προχωρούν στις αναγκαίες αλλαγές του επιχειρηματικού τους μοντέλου. Μάλιστα, περίπου το 25% των ερωτηθέντων επενδυτών, θα αποεπένδυε από εταιρίες που δεν έχουν να παρουσιάσουν αξιόπιστο πλάνο μετάβασης...

«Βάθος αγοράς, που κανένας εκδότης δεν μπορεί να αγνοήσει»

«Βάθος που κανένας εκδότης δεν μπορεί να αγνοήσει» αποκτά η αγορά των πράσινων ομολόγων, όπως τόνισε η ανώτερη γενική διευθύντρια εταιρικής και επενδυτικής τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς, Ελένη Βρεττού, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του ομίλου.

«Τα πράσινα ομολόγα αποτελούν εξαιρετική ευκαιρία, και για τους επενδυτές, και για τους εκδότες, ώστε να προάγουν την υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη. Και οι ελληνικές τράπεζες και εταιρείες τα υιοθετούν ολοένα και περισσότερο» σημείωσε. Ως προς τη δυναμική της ευρωπαϊκής αγοράς ανέφερε ότι η πρόσφατη σχετική έκδοση της ΕΕ, ύψους 14 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2021, υπερκαλύφθηκε κατά 11 φορές. «Η εκτίμηση είναι ότι η αγορά παγκοσμίως θα ξεπεράσει το 1 τρισ. ευρώ στο τέλος του 2021, (διαμορφώνεται) μια αγορά με τέτοιο βάθος, που κανείς εκδότης δεν μπορεί να το αγνοήσει» είπε χαρακτηριστικά.

Ως προς το πράσινο ομόλογο που η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσε πρόσφατα, επισήμανε ότι αυτό συγκέντρωσε ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον από επενδυτές, με συνολικές εντολές που ξεπέρασαν τα 850 εκατ. ευρώ και 70 επενδυτές. Η κα Βρεττού υπογράμμισε ακόμα, πως η Τράπεζα Πειραιώς είναι αδιαμφισβήτητος ηγέτης στην ελληνική αγορά ως προς τη χρηματοδότηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ):

«Χρηματοδοτούμε περίπου το 40% της προερχόμενης από ΑΠΕ εγκατεστημένης ισχύος στη χώρα, με χαρτοφυλάκιο 3 δισ. ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται επενδύσεις σε συμβατικό στάδιο, για τις οποίες δεν έχουν γίνει ακόμα εκταμιεύσεις. Αναμένουμε ότι ο κλάδος των ΑΠΕ θα ισχυροποιηθεί περαιτέρω, χάρη και στο Ταμείο Ανάκαμψης» σημείωσε, διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι «7,2 GW αναμένεται να αναπτυχθούν».

Πόσο έτοιμες είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις

Ερωτηθείσα από τον συντονιστή της συζήτησης, τον CEO της Deloitte Greece, Δημήτρη Κουτσόπουλο, για τον βαθμό ετοιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων να υιοθετήσουν κριτήρια και αρχές ESG, η κα Βρεττού απάντησε: «Γεγονός είναι ότι η μετάβαση προς την υιοθέτηση αρχών ΕΣG κι ειδικά όσων αφορούν την κλιματική αλλαγή, είναι ένα ταξίδι που χρειάζεται κάποιον ελάχιστο χρόνο εξοικείωσης από τις επιχειρήσεις».

Σημείωσε ότι σήμερα υπάρχουν ως προς αυτό τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων: οι μεγάλες εισηγμένες, που προχωρούν πρώτες, γιατί έχουν νιώσει και τη σχετική πίεση από την επενδυτική κοινότητα, «οι μεγάλες των μεσαίων ή μικρές των μεγάλων», που τώρα κάνουν τη μετάβαση «και τα οικονομικά κίνητρα που τους δίνουμε μέσω των δανειακών συμβάσεων τις ωθούν να την επισπεύσουν» και οι πολύ μικρές, που εξακολουθούν να βλέπουν το ESG ως κάτι μη αναγκαίο, ή το προσεγγίζουν με επιφύλαξη. Ως προς αυτές τις τελευταίες, η κα Βρεττού σημείωσε πως νομίζει ότι την απαραίτητη ώθηση θα τη δώσει το Ταμείο Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με άλλους κοινοτικούς πόρους που θα διατεθούν.

Στις κινήσεις που έχει δρομολογήσει ο όμιλος των Ελληνικών Χρηματιστηρίων, στο πλαίσιο της έκδοσης οδηγού μη χρηματοτοοικονομικής πληροφόρησης για το ESG, αλλά και της συμμετοχής του ομίλου στην πρωτοβουλία για τα Βιώσιμα Χρηματιστήρια από το 2018, αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου της ΕΧΑΕ, Σωκράτης Λαζαρίδης. Όπως είπε, η ανταπόκριση των εισηγμένων εταιρειών στη λογική του ESG ήταν εντυπωσιακή:

«Όταν ξεκινήσαμε το 2018, το 49% των εταιρειών είχε ακολουθήσει τις διαδικασίες υποβολής των ESG δεδομένων, βάσει του σχετικού οδηγού που εκδώσαμε. Το 2019 το ποσοστό αυτό ήταν 60% και το 2020 υπολογίζουμε πως έφτασε στο 71% - ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό νούμερο. Παράλληλα, σε πέντε απ’ τους 18 mega κλάδους που ακολουθούμε, το 100% των εταιριών ανταποκρίνεται και διαθέτει πληροφορίες ESG στο επενδυτικό κοινό (...) ενώ η μαζική πλειοψηφία των κλάδων έχει πάνω από 75% συμμετοχή».

Αναφερόμενος στον νέο δείκτη ΑΤΗΕΧ ESG index, ο κ. Λαζαρίδης υπενθύμισε ότι αυτός ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2021, με 35 συμμετέχουσες εταιρείες «και με στόχο να πιέσουμε για ESG disclosure (γνωστοποίηση) μη χρηματοοικονομικών δεδομένων (των συμμετεχουσών εισηγμένων) για το 2020». Στην πρόσφατη αναθεώρηση του δείκτη, οι συμμετέχουσες είναι πλέον 49 «και η μέση βαθμολογία μεγέθους disclosure έφτασε από το 0,45/1 το 2018, στο 0,70/1, με την ποιοτική αξολόγηση του disclosure να είναι το επόμενο βήμα. Ο κ. Λαζαρίδης σημείωσε ακόμα πως η Ευρώπη πρωτοπορεί σε αυτό το πεδίο, καθώς τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται στη Γηραιά Ήπειρο, είναι δεκαπλάσια από τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ, τα οποία με τη σειρά τους είναι πενταπλάσια από αυτά στην Ασία.

Πηγή προστιθέμενης αξίας, όχι χρηματοοικονομική θυσία

Την εκτίμηση ότι τα οφέλη του ESG έχουν αρχίσει να γίνονται ευρέως αντιληπτά και αποδεκτά μεταξύ επιχειρήσεων και επενδυτών, διατύπωσε η Τερέζα Φαρμάκη, ιδρυτικό στέλεχος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων «Astarte Capital Partners», με έδρα το Λονδίνο και παρουσία σε Αυστραλία και Καναδά:

«Αρχίζει να γίνεται ευρέως αποδεκτό ότι το πλαίσιο του ESG και η εναρμόνιση με αυτό δεν είναι κόστος, δεν απαιτεί θυσία χρηματοοικονομικής αξίας, αλλά αποτελεί τεράστια πηγή προστιθέμενης αξίας», επιτρέποντας την καλύτερη διαχείριση και πρόληψη κινδύνων. Πρόσθεσε πως και οι καταναλωτές και αντισυμβαλλόμενοι επιβραβεύουν τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν υπόψη το ΕSG, ενώ εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο ιδιωτικός τομέας αποκτά πρωτοφανή κεντρικό ρόλο στο ESG, ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια η κεντρική πεποίθηση ήταν ότι η προώθηση των αρχών της βιωσιμότητας προέρχεται από κεντρικές αρχές και κυβερνητικούς οργανισμούς. Η κα Φαρμάκη χαρακτήρισε ακόμα ως πρόκληση την αντιμετώπιση του green washing.

Το συνέδριο διοργανώνει το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, σε συνεργασία με το Χρηματιστήριο Αθηνών, με τη στρατηγική υποστήριξη του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ και του Atlantic Council.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αρθρογράφος
Κύριος χαρακτηρισμός περιεχομένου
Image
Επικεφαλίδα

Ενδεικτικό της διείσδυσης του ESG στις ελληνικές επιχειρήσεις είναι το γεγονός ότι μετά από την πρόσφατη αναθεώρηση, αυξήθηκε ο αριθμός των εταιρειών από 35 σε 49 ενώ έχει αυξηθεί και η βαθμολογία από το 0,45 στο 0,70.