Κλιματική αλλαγή, ευρωπαϊκές φιλοδοξίες και επιχειρήσεις

Body

Με την ενεργειακή κρίση να προκαλεί ισχυρούς κραδασμούς στην παγκόσμια οικονομία, «πυροδοτώντας» ένα τσουνάμι ανατιμήσεων σε καύσιμα, τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, ο σχεδιασμός του Green Deal έχει μπει πλέον στο μικροσκόπιο όλων των κρατών μελών της ΕΕ, αλλά και των επιχειρήσεων που δέχονται ισχυρές πιέσεις από τα μέτρα για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής. Το βλέμμα πλέον είναι στραμμένο στην επικείμενη παγκόσμια συνδιάσκεψη για το κλίμα του ΟΗΕ (COP26), η οποία θα διεξαχθεί τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου στη Γλασκόβη, καθώς οι δεσμεύσεις που θα υιοθετηθούν, θα δώσουν τον παλμό για το επιχειρηματικό περιβάλλον της επόμενης ημέρας.

Ήδη η έκρηξη τιμών στην ενέργεια έχει κόψει τα… φτερά όσων περίμεναν γενναίες και φιλόδοξες πρωτοβουλίες στην COP26 για την προώθηση μέτρων που θα οδηγήσουν στη σταθεροποίηση του παγκόσμιου κλίματος. Κι αυτό διότι η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα, όπως εκτιμούν ξένοι αναλυτές, πέρα από την υφιστάμενη ενεργειακή κρίση, ενδέχεται να φέρει κι άλλες στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες δεσμεύσεις γίνουν στο πλαίσιο της συνόδου του ΟΗΕ, θα δώσουν στις εθνικές κυβερνήσεις και στις επιχειρήσεις τον πλαίσιο πάνω στο οποίο θα κινητοποιηθούν δημόσιες και ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις και θα σχεδιαστούν μέτρα, κανονισμοί και πολιτικές.

Καταρχάς, στην COP26 θα γίνουν προσπάθειες ώστε οι χώρες να αναθεωρήσουν και να ενισχύσουν τις δεσμεύσεις τους για περιορισμό των εκπομπών άνθρακα. Οι προηγμένες οικονομίες έχουν ήδη περιορίσει τις εκπομπές, αλλά προωθούν νέες πολιτικές για περαιτέρω μειώσεις των ρύπων. Όσον αφορά στις δεσμεύσεις των αναπτυσσόμενων οικονομιών, αυτές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις χρηματοδοτήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών, οι οποίες αν και αυξάνονται, παραμένουν κάτω από τον στόχο των 100 δισ. δολαρίων ανά έτος ο οποίος είχε τεθεί από τις προηγούμενες COP και θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί έως το 2020. Αλλά ακόμη και αν δεν επιλυθεί το ζήτημα της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών, η εφαρμογή περισσότερων μέτρων από τις προηγμένες οικονομίες και η συνολική αύξηση της χρηματοδότησης για τον μετριασμό του κλίματος θα μπορούσαν να αλλάξουν το παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον.

Τι αλλαγές φέρνει το «Fit for 55»

Ειδικά για την ΕΕ, οι προτάσεις του «Fit for 55» για μείωση των εκπομπών τουλάχιστον κατά 55% έως το 2030 εκτιμάται ότι θα φέρουν τροποποιήσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ( ΣΕΔΕ), αλλαγές στη φορολόγηση καυσίμων, και έναν νέο μηχανισμό διασυνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM) ο οποίος αφορά στον καθορισμό ενός «φόρου άνθρακα» στα εισαγόμενα αγαθά που προέρχονται από χώρες με χαλαρούς κλιματικούς νόμους. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να αποτελούν το 40% του συνολικού ενεργειακού μείγματος έως το 2030 (από 32% σήμερα).

Ανάλυση του Economist Intelligence Unit (EIU) εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην πολιτική που ακολουθούν οι αγορές για τον περιορισμό των εκπομπών άνθρακα και στις προσπάθειες της ΕΕ με στόχο να βοηθήσει τους επενδυτές να κατανοήσουν πού και πώς οι δεσμεύσεις για το κλίμα μπορούν να αλλάξουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει οι προτεινόμενες αλλαγές του “Fit for 55” θα επηρεάσουν κάθε βιομηχανικό τομέα και νοικοκυριό. Καταρχάς, τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών από το Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων (ETS) στις αεροπορικές εταιρείες θα καταργηθούν σταδιακά ενώ το σύστημα εμπορίας ρύπων θα επεκταθεί επίσης στους τομείς της ναυτιλίας, των μεταφορών και των κτιρίων. Οι «πράσινοι φόροι» που θα επιβληθούν στις αεροπορικές εταιρείες και τη ναυτιλία, σύμφωνα με την ανάλυση του EIU, θα έχει ιδιαιτέρως αρνητικές συνέπειες για τις μικρές χώρες της ΕΕ, όπως είναι η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα και η Κροατία.

Η επέκταση του ETS στους τομείς των κτιρίων και των μεταφορών, μαζί με τους αυξημένους πράσινους φόρους στον τομέα των μεταφορών, θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους των καυσίμων, της θέρμανσης καθώς και των μεταφορών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΕΕ θεμελιώνει ένα νέο Ταμείο ( Climate Social Fund -CSF) 72,2 δισ. ευρώ για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας για να στηρίξει τους πλέον ευάλωτους πολίτες. Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι οι πτωτικές τιμές της ανανεώσιμης ενέργειας και θέρμανσης θα συγκρατήσουν μελλοντικά τις αυξήσεις του κόστους για τα νοικοκυριά εφόσον όμως χρηματοδοτηθεί το κόστος της μετάβασης. Στο μεταξύ, το κόστος ενέργειας των νοικοκυριών, ακόμη και με το CSF, θα αυξάνεται.

Παράλληλα, η ΕΕ σχεδιάζει να απαγορεύσει την πώληση νέων αυτοκινήτων ντίζελ και βενζίνης στην Ευρώπη έως το 2035, γεγονός που θα ωθήσει τους καταναλωτές στη αγορά ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Επιπλέον, έχει ορίσει ως ημερομηνία λήξης το 2030 για την παραγωγή κινητήρων εσωτερικής καύσης, αν και ορισμένα κράτη μέλη στοχεύουν σε πιο ήπιες προθεσμίες, όπως η Γαλλία που έθεσε ως όριο το 2040. Η ΕΕ θα επικεντρωθεί επίσης στη χρήση πράσινων καυσίμων στην αεροπορία και τη ναυτιλία.

Όσον αφορά στις προτάσεις για τον κανονισμό ESR _ αφορά τον καταμερισμό των προσπαθειών στην ΕΕ για τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων σε τομείς όπως οι μεταφορές, τα κτίρια, τη γεωργία και τα απόβλητα _ έχουν ήδη προκύψει διενέξεις μεταξύ βορά και νότου. Κι αυτό διότι η εφαρμογή τους θα οδηγούσε τα πλουσιότερα κράτη να υιοθετήσουν πιο φιλόδοξους στόχους, άρα και υψηλότερο κόστος. Έτσι, όπως αναφέρεται στην ανάλυση του EIU, παρά τις προσπάθειες της Κομισιόν να μοιράσει ισότιμα το βάρος της μείωσης των εκπομπών στα κράτη μέλη, τελικά ορισμένες χώρες θα επηρεαστούν δυσανάλογα. Όπως για παράδειγμα η Πολωνία, όπου ο τομέας του άνθρακα αποτελεί περίπου το 45% του συνολικού ενεργειακού μίγματος, ή η Ελλάδα και η Κροατία, στις οποίες ο ναυτιλιακός τομέας αποτελεί σημαντικό πυλώνα της οικονομίας τους.

Οι χαμένοι του CBAM

Όσον αφορά στον μηχανισμό διασυνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM), θα καλύπτει αρχικά έναν περιορισμένο αριθμό προϊόντων και συγκεκριμένα τον χάλυβα, το τσιμέντο, τα λιπάσματα, το αλουμίνιο, τον σίδηρο και την ηλεκτρική ενέργεια, καθώς παράγονται από τις πλέον ενεργοβόρες βιομηχανίες παγκοσμίως. Η πρόταση για τη λειτουργία του CBAM θεωρείται από τις πιο αμφιλεγόμενες διεθνώς. Ουσιαστικά, προτείνεται να απαιτείται από εταιρείες που εδρεύουν σε χώρες όπου δεν εφαρμόζεται κάποιο ανάλογο με το ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), να πληρώνουν δασμούς όταν εξάγουν προϊόντα στην ΕΕ συγκρίσιμους με αυτούς που θα πλήρωναν αν λειτουργούσαν στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ.

Αρκετές είναι χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής, που έχουν ήδη επικρίνει τον μηχανισμό ενώ οι ΗΠΑ έχουν διαμηνύσει ότι είναι δύσκολο να εφαρμοστεί. Πάντως, τα επηρεαζόμενα από τον CBAM προϊόντα που εξάγουν οι συγκεκριμένες χώρες στην ΕΕ (πλην της Ρωσίας και των ΗΠΑ) αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μέρος των συνολικών εξαγωγών τους. Οι χώρες που εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο είναι πιθανώς οι λιγότερο ανεπτυγμένες, κυρίως της Αφρικής, των οποίων ο κύριος εξαγωγικός προορισμός της βιομηχανίας τους είναι η ΕΕ.

Στην ευρωπαϊκή …γειτονιά, η μεγαλύτερη οικονομία που φαίνεται ότι θα πληγεί είναι η Ρωσία, ενώ συνέπειες αναμένεται ότι θα υπάρξουν για την Ουκρανία και άλλες μικρότερες χώρες που βρίσκονται στην …τροχιά της ΕΕ. Η Νορβηγία και η Βρετανία, έχουν ήδη συστήματα εμπορίας άνθρακα που συνδέονται με το ΔΕΣΕ.

Πηγή: ΟΤ (Μάχη Τράτσα)

Αρθρογράφος
Κύριος χαρακτηρισμός περιεχομένου
Image
© Pixabay
Επικεφαλίδα

Ποιοι και πως επηρεάζονται από τις δεσμεύσεις της ΕΕ για το κλίμα.