Οι υπουργοί Γεωργίας ζήτησαν να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα βιωσιμότητας κατά τον καθορισμό προτύπων ασφάλειας των τροφίμων για το διεθνές εμπόριο. Στα συμπεράσματα που ενέκρινε το Συμβούλιο Γεωργίας και Αλιείας, οι υπουργοί αναγνώρισαν τον καθοριστικό ρόλο της Επιτροπής του Κώδικα Τροφίμων (CAC) στη διευκόλυνση της μετάβασης σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων και επιβεβαίωσαν τη δέσμευση της ΕΕ για τήρηση υψηλών προτύπων και θεμιτών πρακτικών. Τόνισαν επίσης την προθυμία της ΕΕ να διερευνήσει, από κοινού με τους εταίρους της, όλους τους ρεαλιστικούς τρόπους ενσωμάτωσης των ζητημάτων βιωσιμότητας στις εργασίες της CAC, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα μέλη της σε διεθνές επίπεδο.
.
Στα συμπεράσματά του, το Συμβούλιο αναγνώρισε το ουσιαστικό έργο που επιτελεί η CAC προκειμένου τα τρόφιμα που εισάγονται στην ΕΕ να τηρούν τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα ασφάλειας. Ωστόσο, αναγνώρισε την ανάγκη να εξελιχθεί η CAC ανταποκρινόμενη στις πρόσφατες εξελίξεις, όπως μεταξύ άλλων οι αυξημένες περιβαλλοντικές προκλήσεις και οι μεταβαλλόμενες προσδοκίες των καταναλωτών όσον αφορά την υγεία, τα τρόφιμα και τη διατροφή. Οι υπουργοί ζήτησαν επίσης από την CAC να βελτιώσει τον συντονισμό του καθορισμού προτύπων μεταξύ των διεθνών και διακυβερνητικών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO).
Το Συμβούλιο υπογράμμισε τη συμβολή της ΕΕ και των κρατών μελών όσον αφορά την παροχή επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης στο πλαίσιο των επιτροπών εμπειρογνωμόνων που υποστηρίζουν το έργο της CAC, και κάλεσε τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να παρέχουν αυτή την υποστήριξη.
Ιστορικό
Ο Codex Alimentarius (Κώδικας τροφίμων) είναι ένα σύνολο προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και κωδίκων πρακτικής που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας των καταναλωτών, στην προώθηση θεμιτών πρακτικών στο διεθνές εμπόριο τροφίμων και στον συντονισμό των εργασιών που διεξάγουν διεθνείς κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί οργανισμοί σχετικά με τα πρότυπα τροφίμων. Τελεί υπό τη διαχείριση της CAC, ενός διεθνούς οργανισμού τυποποίησης τροφίμων που ιδρύθηκε το 1963 από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη της συγκαταλέγονται μεταξύ των 188 μελών που απαρτίζουν την CAC και διαπραγματεύονται συστάσεις για την ασφάλεια και την ποιότητα των τροφίμων.
Το διεθνές πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται η CAC έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία εξήντα χρόνια, με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, την απότομη αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου τροφίμων και την άνευ προηγουμένου κλιματική αλλαγή, την απώλεια της βιοποικιλότητας και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων του πλανήτη. Ως εκ τούτου, τα συστήματα τροφίμων αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις βιωσιμότητας, όπως επισημάνθηκε κατά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για τα συστήματα τροφίμων.
Τα πρότυπα του Codex έχουν προαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να μεταφερθούν στην εθνική νομοθεσία προκειμένου να είναι εκτελεστά. Λειτουργούν επίσης ως σημείο αναφοράς σε εμπορικές διαφορές στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Καλύπτουν ευρύ φάσμα τομέων, μεταξύ των οποίων οι ζωοτροφές, η μικροβιακή αντοχή, η διατροφή και η επισήμανση και τα φυτοφάρμακα.
Ο Codex Alimentarius (Κώδικας τροφίμων) είναι ένα σύνολο προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και κωδίκων πρακτικής που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας των καταναλωτών, στην προώθηση θεμιτών πρακτικών στο διεθνές εμπόριο τροφίμων και στον συντονισμό των εργασιών που διεξάγουν διεθνείς κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί οργανισμοί σχετικά με τα πρότυπα τροφίμων.