Η νέα μελέτη της σειράς Sectors in focus της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank αναφέρεται στην Κυκλική Οικονομία και τις εφαρμογές της σε διάφορους κλάδους.
Στη μελέτη δίνονται οι ορισμοί της κυκλικής οικονομίας, παρουσιάζονται οι διάφορες πτυχές της, αντιπαρατίθεται προς το υπόδειγμα της αμιγώς γραμμικής οικονομίας. Εστιάζει δε, στους λόγους για τους οποίους κρίνεται απαραίτητη η παραγωγική σύνθεση των δύο μοντέλων στο άμεσο μέλλον με τρόπο βιώσιμο για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία και την οικονομία. Παρατίθενται επίσης ποικίλα παραδείγματα διαφόρων κλάδων -ή και προϊόντων- της οικονομίας στους οποίους οι αρχές της κυκλικής οικονομίας βρίσκουν εφαρμογή και αναλύεται εκτενώς το ευρωπαϊκό και ελληνικό θεσμικό πλαίσιο που στηρίζει τη μετάβαση από το ένα υπόδειγμα στο άλλο.
Η ανθρωπογενής παρέμβαση στην υπερθέρμανση του πλανήτη (αποψίλωση δασών, καύση ορυκτών καυσίμων, εκτροφή ζώων, χρήση γης, αζωτούχα λιπάσματα κλπ.), η εκτεταμένη ρύπανση του αέρα και των υδάτινων πόρων, η μαζική συσσώρευση μη βιοδιασπώμενων απορριμμάτων, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η εξάντληση των φυσικών πόρων αναδεικνύουν ως προτεραιότητα την ουσιαστική αλλαγή στα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης κατά τον 21ο αιώνα. Η κατάχρηση των φυσικών πόρων απειλεί τη βιωσιμότητα του υπάρχοντος γραμμικού οικονομικού μοντέλου, αφού καταναλώνουμε ετησίως 1,75 φορές τις παραγωγικές δυνατότητες του πλανήτη. Επιπλέον, σχεδόν το ήμισυ των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και πάνω από το 90% της χαμένης βιοποικιλότητας είναι αποτέλεσμα της αλόγιστης εξόρυξης των φυσικών πόρων και της βιομηχανικής επεξεργασίας υλικών, καυσίμων και τροφίμων.
Η Μεσόγειος και η Ελλάδα αναγνωρίζονται διεθνώς ως περιοχές «hot spot», δηλαδή περιοχές πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή. Στην περιοχή της Μεσογείου, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως οι μειωμένες βροχοπτώσεις και η παρατεταμένη ξηρασία, σε συνδυασμό με τις αλλαγές χρήσης της γης, έχουν προκαλέσει αύξηση της συχνότητας, της σφοδρότητας και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών. Το καλοκαίρι του 2021, το θερμότερο των τελευταίων 30 ετών στην Ελλάδα, ο αριθμός των δασικών πυρκαγιών αυξήθηκε κατά 43% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2008-2020, ενώ η ξηρασία του εδάφους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστροφική τους έκταση.
Στο πλαίσιο του περιορισμού των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής, ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού για τη διατήρηση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας στον 1,5°C μέχρι το 2050 σε σύγκριση με το προβιομηχανικό επίπεδο, είναι αδύνατο να επιτευχθεί αν δεν επιταχυνθούν άμεσα οι προσπάθειες για ουσιαστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι και να περιοριστούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ρύπανσης και των απορριμμάτων, χρειαζόμαστε αλλαγές που σταδιακά να ενσωματώνουν βασικά χαρακτηριστικά του κυκλικού οικονομικού υποδείγματος στο υπάρχον γραμμικό από τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και τους θεσμικούς και κρατικούς φορείς. Μια γραμμική οικονομία άλλωστε ακολουθεί παραδοσιακά την αρχή «φτιάχνω-καταναλώνω-απορρίπτω», ενώ η κυκλική στοχεύει στη δημιουργία αξίας από τα υλικά που υπάρχουν ήδη στις αλυσίδες παραγωγής, διαφοροποιώντας τα πρότυπα παραγωγής, κατανάλωσης και διαχείρισης απορριμμάτων.
Ως εκ τούτου, σκοπός της κυκλικής οικονομίας είναι η επιβράδυνση της μείωσης των φυσικών πόρων, η ελάττωση του ανθρακικού αποτυπώματος και ο περιορισμός της περιβαλλοντικής ρύπανσης από την εξόρυξη και την επεξεργασία υλικών και πρώτων υλών, αλλά και από τη χρήση, τη μικρή διάρκεια ζωής των προϊόντων και την απόρριψή τους. Όμως, η κυκλική οικονομία βασίζεται και σε ουσιώδεις αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης και επιχειρηματικής κουλτούρας, καθώς και στη θεμελίωση «οικονομιών διαμοιρασμού» (sharing economy) που διευκολύνονται από τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, με τρόπους που συμμορφώνονται με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.
Έτσι, η υιοθέτηση των αρχών της κυκλικής οικονομίας, αλλάζοντας τους κανόνες στον τρόπο παραγωγής, κατανάλωσης και διαχείρισης απορριμμάτων, καθιστά περισσότερο εφικτές τις προοπτικές για μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την αποφυγή της περαιτέρω επιδείνωσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Ο δραστικός περιορισμός των αποβλήτων και ο φιλικότερος ως προς το περιβάλλον και την εξοικονόμηση πόρων τρόπος επεξεργασίας και επαναχρησιμοποίησής τους, ως βασική αρχή της κυκλικής οικονομίας, καθίσταται αναγκαίος σε διάφορους κλάδους και προϊόντα, όπως στις κατασκευές και τα κτίρια, στον αγρο-διατροφικό τομέα, στα ορυχεία και τα μέταλλα, στα ηλεκτρονικά είδη, στην κλωστοϋφαντουργία, στις συσκευασίες και τα πλαστικά, στην ενέργεια και τις μεταφορές.
Η ευρεία χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι θεμελιώδους σημασίας για την διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του κυκλικού οικονομικού υποδείγματος. Ως προς τη χρήση πλαστικών, τα τελευταία χρόνια πάνω από 8 εκατομμύρια τόνοι πλαστικού ετησίως καταλήγουν ως απορρίμματα στο θαλάσσιο περιβάλλον, αριθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030 και να τετραπλασιαστεί έως το 2050. Στο πλαίσιο μιας κυκλικότερης οικονομίας, η βελτιστοποίηση των πόρων, η αποδοτικότητα των υλικών, η επαναχρησιμοποίησή τους, η αύξηση της ανακύκλωσης, αλλά και ο οικολογικός σχεδιασμός αποτελούν στρατηγικές μείωσης της κατανάλωσης όχι μόνο των πλαστικών, αλλά και μιας σειράς από άλλα προϊόντα που χρησιμοποιούν σημαντικές πρώτες ύλες και υλικά δυνητικά επικίνδυνα για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Τα μικρά ποσοστά ανακύκλωσης και ανάκτησης απορριμμάτων στην Ελλάδα υποδηλώνουν την περιορισμένη χρήση των αρχών της κυκλικής οικονομίας στην επεξεργασία των απορριμμάτων. Ενδεικτικό της κρισιμότητας της κατάστασης είναι ότι στην Ελλάδα, η διάθεση απορριμμάτων αντιπροσωπεύει το 85% της συνολικής διαχείρισής τους και η ανάκτηση, μέρος της οποίας είναι η ανακύκλωση, η επίχωση και η ανάκτηση ενέργειας, μόνο το 15%. Η ανακύκλωση, αν και έχει αυξηθεί μετά το 2016, αντιπροσωπεύει μόνο το 11% της επεξεργασίας απορριμμάτων, βρισκόμενη πολύ πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (38%).
Υπάρχουν άλλωστε ακόμη πάνω από 50 παράνομοι χώροι διάθεσης απορριμμάτων (χωματερές) που λειτουργούν στη χώρα, για τους οποίους και επιβάλλεται ετήσιο πρόστιμο από την ΕΕ. Τα απόβλητα που δημιουργούνται από τις οικονομικές δραστηριότητες κινούνται αναλογικά της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ ανά τομέα, το μεγαλύτερο μέρος τους παράγεται από τα ορυχεία και τα λατομεία (56%), τη μεταποίηση (12%) και τα νοικοκυριά (10%).
Η παραγωγή απορριμμάτων αναμένεται να αυξηθεί στην Ελλάδα μέχρι το 2030 σε διάφορους τομείς.
Επιπρόσθετα, η Ελλάδα καταγράφει και τον μεγαλύτερο δείκτη σπατάλης τροφίμων (142 κιλά/κάτοικο) ανάμεσα σε 21 ευρωπαϊκές χώρες, με τα απορρίμματα τροφίμων να συνδέονται με το 5,3% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η ανακύκλωση, αν και έχει αυξηθεί μετά το 2016, αντιπροσωπεύει μόνο το 11% της επεξεργασίας απορριμμάτων, βρισκόμενη πολύ πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (38%), τονίζει η τράπεζα.