Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε εχθές την πρότασή της για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της Ένωσης, ύψους 1,816 τρισ. ευρώ για την περίοδο 2028–2034. Το ποσό αντιστοιχεί στο 1,15% του κοινοτικού ΑΕΠ και αποτελεί αύξηση σε σχέση με τον τρέχοντα προϋπολογισμό (1,2 τρισ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ). Παρά την εντυπωσιακή αύξηση, η πρόταση απέχει αισθητά από τις πραγματικές ανάγκες που έχει προσδιορίσει ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος εκτιμά ότι απαιτούνται επιπλέον 800 δισ. ευρώ ετησίως για να ξεφύγει η Ευρώπη από τη στασιμότητα της χαμηλής παραγωγικότητας.
.
Η πρόταση της Κομισιόν επιχειρεί μια ριζική αναδιάταξη των χρηματοδοτικών εργαλείων. Εκατοντάδες υφιστάμενα προγράμματα αντικαθίστανται από 27 εθνικά σχέδια, με τη χρηματοδότηση να εξαρτάται πλέον ρητά από την επίτευξη στόχων, κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης. Παράλληλα, οι πόροι συνοχής δεν θα κατευθύνονται πλέον απευθείας στις περιφέρειες αλλά στα κράτη-μέλη, ενώ προτείνεται η σύσταση ενός Ταμείου Ανταγωνιστικότητας ύψους 409 δισ. ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτεί στρατηγικές επενδύσεις σε ενέργεια, καινοτομία και ψηφιακές υποδομές.
Από την πλευρά των εσόδων, ξεχωρίζει η πρόβλεψη για την εισαγωγή πέντε νέων ιδίων πόρων. Πρόκειται για φόρους ή τέλη που σχετίζονται με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τον διασυνοριακό μηχανισμό άνθρακα, τα ηλεκτρονικά απόβλητα, τον καπνό και τις μεγάλες εταιρείες με κύκλο εργασιών άνω των 100 εκατ. ευρώ. Η Κομισιόν υπολογίζει ότι οι νέοι αυτοί πόροι θα αποφέρουν συνολικά περί τα 400 δισ. ευρώ στην επταετία. Ουσιαστικά, η «πράσινη μετάβαση» μετατρέπεται και σε εργαλείο δημοσιονομικής ενίσχυσης, με τη φορολόγηση του άνθρακα να αποκτά σταδιακά χαρακτηριστικά μόνιμου εσόδου.
Ωστόσο, οι αλλαγές δεν είναι καθολικά αποδεκτές. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα όσο και οι Σοσιαλιστές ανακοίνωσαν ότι θα απορρίψουν την πρόταση στην παρούσα της μορφή. Οι αντιδράσεις επικεντρώνονται κυρίως στη μετάβαση από περιφερειακά σε εθνικά σχέδια και στη συγχώνευση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) με την πολιτική συνοχής. Οι Σοσιαλιστές κάνουν λόγο για πλήγμα στη γεωργία και την τοπική ανάπτυξη, ενώ οι αγρότες εμφανίζονται εξοργισμένοι. Ο προϋπολογισμός για την ΚΑΠ μειώνεται από 386,6 δισ. ευρώ στην προηγούμενη περίοδο σε 300 δισ. ευρώ, ενώ η ίδια παύει πλέον να αποτελεί αυτόνομο πυλώνα.
Απώλειες αναμένονται και στο πεδίο της βιοποικιλότητας, η οποία δεν θα διαθέτει πλέον ξεχωριστό προϋπολογισμό, αλλά ενσωματώνεται σε έναν γενικότερο στόχο για το κλίμα και το περιβάλλον. Το 35% του συνόλου των δαπανών (περί τα 700 δισ. ευρώ) θα κατευθυνθεί σε δράσεις που φέρουν αυτή την «ετικέτα», χωρίς όμως να είναι σαφές πόσο από αυτό το ποσό αντιστοιχεί σε προστασία φυσικών οικοσυστημάτων. Η κλιματική ετικέτα παραμένει, αλλά το περιεχόμενο γίνεται θολότερο.
Αντίθετα, υπάρχουν τομείς που ενισχύονται θεαματικά. Η ενεργειακή μετάβαση αποκτά ιδιαίτερη έμφαση, με την Κομισιόν να αυξάνει τους πόρους του Μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη» για ενεργειακές υποδομές από 6 δισ. ευρώ σε 30 δισ. ευρώ. Παράλληλα, το νέο Ταμείο Ανταγωνιστικότητας θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο τη μείωση της σπατάλης και τη μείωση του κόστους για τη βιομηχανία και τα νοικοκυριά. Ιδιαίτερη ενίσχυση προβλέπεται και για τον ψηφιακό τομέα, με τα κονδύλια να πενταπλασιάζονται και να φτάνουν τα 54,8 δισ. ευρώ. Η μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία καθίσταται, επιτέλους, ευρωπαϊκή προτεραιότητα με ουσιαστική χρηματοδότηση.
Στον νέο προϋπολογισμό γίνεται επίσης ξεχωριστός λόγος για τον τουρισμό, γεγονός που δεν θα μπορούσε να μην επηρεάζει τη χώρα μας. Σε τελευταία δήλωσή του, ο επίτροπος Βιώσιμων Μεταφορών και Τουρισμού, Απόστολος Τζιτζικώστας, χαρακτήρισε τον νέο προϋπολογισμό ως "επιβεβαίωση της αναπτυξιακής δυναμικής" της χώρας, υπογραμμίζοντας ότι για πρώτη φορά ο τουρισμός αποκτά σαφή αναφορά στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό. Παράλληλα, τόνισε ότι η Ελλάδα εξασφαλίζει αυξημένους πόρους, γεγονός που μεταφράζεται –κατά την άποψή του– σε περισσότερα έργα, επενδύσεις και θέσεις εργασίας.
Ο νέος προϋπολογισμός επιχειρεί να συνδυάσει ευελιξία, ταχύτητα και στόχευση. Όμως, η μετάβαση από πολιτικές με σαφές θεματικό και γεωγραφικό αποτύπωμα σε πιο συγκεντρωτικά εθνικά σχέδια δημιουργεί ερωτήματα για τη διαφάνεια, την κοινωνική συνοχή και την ουσιαστική ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG. Η Ευρώπη φαίνεται να επενδύει πιο συστηματικά στην πράσινη και ψηφιακή της μετάβαση, αλλά ταυτόχρονα συρρικνώνει παραδοσιακούς πυλώνες όπως η γεωργία και η περιφερειακή πολιτική. Αυτό που μένει να δούμε είναι αν αυτός θα οδηγήσει και σε έναν πιο δίκαιο και βιώσιμο μετασχηματισμό.

Ο προϋπολογισμός-μαμούθ των σχεδόν 2 τρισ. Ευρώ, φαίνεται να αφήνει «απέξω» παραδοσιακούς πυλώνες της Ένωσης, αλλά και την…βιοποικιλότητα.