Οι ιλιγγιώδεις δαπάνες των κυβερνήσεων κράτησαν όρθια την παγκόσμια οικονομία στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς προσέφεραν στήριξη αντίστοιχη της οποίας δεν έχει δοθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ζητούμενο αυτών των δαπανών ήταν να στηρίξουν το εισόδημα των νοικοκυριών και να δώσουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αγωνιστούν και να επιβιώσουν εν μέσω πανδημίας.
Το αποτέλεσμα των ιλιγγιωδών αυτών δαπανών είναι όμως η συσσώρευση ενός δυσθεώρητου χρέους που πλησιάζει τα 300 τρισ. δολ. και βαρύνει κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Προπαντός όμως καθιστά ευάλωτα τα δημόσια οικονομικά των περισσότερων χωρών και αποτελεί τροχοπέδη στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες και επείγουσες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η γήρανση των πληθυσμών τους. Και ενώ οι κυβερνήσεις πλούσιων και φτωχών χωρών μελετούν τα οικονομικά τους, ο πληθωρισμός αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια και να επιβάλουν περιοριστική νομισματική πολιτική που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση για τις υπερχρεωμένες χώρες.
«Αυτό σημαίνει υψηλότερο κόστος δανεισμού που θα επιβαρύνει τόσο τις κυβερνήσεις όσο και όλους τους τομείς της οικονομίας», σχολιάζει σχετικά ο Έμρε Τίφτικ, διευθυντής ερευνών βιωσιμότητας στο Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «μεσοπρόθεσμα το θέμα είναι να βρεθούν οι πόροι για τη χρηματοδότηση των πολιτικών που στοχεύουν στην προστασία του κλίματος και οι περισσότερες χώρες δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα». Στις συνομιλίες της Γλασκώβης για το κλίμα πολλές χώρες ανέλαβαν νέες δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων, αλλά άφησαν αναπάντητα τα ερωτήματα σχετικά με το πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι πολιτικές και πώς θα τεθούν σε εφαρμογή. Σύμφωνα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, το παγκόσμιο χρέος τείνει να αποκλιμακωθεί από το επίπεδο στο οποίο εκτοξεύθηκε εξαιτίας της πανδημίας και αναμένεται μικρή μείωσή του στα τέλη του έτους από το επίπεδο-ρεκόρ των 296 τρισ. δολαρίων. Οπως, όμως, τονίζει η Παγκόσμια Τράπεζα, η μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και η άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται πως θα απαιτήσει εκτεταμένες επενδύσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της τάξης των 90 τρισ. δολαρίων μέχρι το 2030.
Δεν υπάρχει, όμως, κανένα παγκόσμιο σχέδιο για να εξασφαλιστούν αυτά τα κεφάλαια, ενώ οι κυβερνήσεις θα κληθούν να επιλέξουν αν θα διοχετεύσουν τους πόρους τους σε προγράμματα για το κλίμα ή σε κοινωνικές δαπάνες. Δηλαδή σε δαπάνες που αυξάνονται διαρκώς δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού. Και το πρόβλημα θα είναι σοβαρότερο για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Τα προγράμματα στήριξης που επιστράτευσαν οι χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου βοήθησαν επιτυχώς τις οικονομίες τους, ενώ ήταν βιώσιμα καθώς εφαρμόσθηκαν σε ένα περιβάλλον ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Τώρα, όμως, οι ανεπτυγμένες οικονομίες αρχίζουν να εξετάζουν αυξήσεις των επιτοκίων που σημαίνει υψηλό κόστος δανεισμού, μεγαλύτερο κίνδυνο κρίσεων χρέους στις αναδυόμενες αγορές και τελικά περιορισμένες δυνατότητες των χωρών να επιδιώξουν τους στόχους τους για την προστασία του κλίματος.
Στελέχη του Ινστιτούτου Brookings στην Ουάσιγκτον ανέφεραν προ ημερών ότι «το ισοζύγιο ανάμεσα στα οφέλη και στο κόστος αυτής της συσσώρευσης χρέους φαίνεται να κλίνει προς την πλευρά του κόστους». Επικαλούνται τους περιορισμούς που συνεπάγεται το υψηλό χρέος στην άσκηση πολιτικής και τη ραγδαία μείωση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με τον Αμάρ Μπαταχάρια, καθηγητή Οικονομικών στο London School of Economics, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος θα υποστούν το μεγαλύτερο πλήγμα και ορισμένες θα βρεθούν με ένα μη βιώσιμο χρέος, ενώ άλλες θα έχουν αποκλειστεί από τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης με τις οποίες δανείζονται οι πλούσιες χώρες. Ο ίδιος επισημαίνει πως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι πολύ υψηλό και ενδέχεται να αναγκάσει τις κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν τις δράσεις για την προστασία του κλίματος.
Οι πλούσιες χώρες, αντιθέτως, μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους στα εθνικά τους νομίσματα συνήθως με χαμηλά επιτόκια και στην περίπτωση των ΗΠΑ, της Ευρώπης και ορισμένων άλλων με κεντρικές τράπεζες που έχουν σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες να απορροφούν ομόλογα και να δημιουργούν διαθέσιμα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της επιτροπής δημοσιονομικών του αμερικανικού Κογκρέσου, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως εκατοστιαίο ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί ελαφρώς μέσα στην επόμενη δεκαετία και από περίπου 1,6% στο οποίο ανερχόταν πέρυσι θα φτάσει στο 2,7% το 2031, ενώ το συνολικό χρέος θα έχει αυξηθεί στο 106% στο ίδιο χρονικό διάστημα. Πρόκειται, πάντως, για ένα επίπεδο χρέους που πριν από μερικά χρόνια θα θεωρείτο κώδωνας κινδύνου.
Στην Ευρώπη, άλλωστε, επανεξετάζονται οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μελετούν τρόπους για να παρατείνουν τη χαλάρωση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας που απαιτούν να παραμένει το έλλειμμα κάτω από το 3% και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60%. Οι κανόνες αυτοί δεν θεωρούνται πλέον ρεαλιστικοί και δεν μπορούν να συμβιβαστούν με τις προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών να διατηρήσουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να διασφαλίσουν κεφάλαια για επενδύσεις ύψους 650 δισ. ευρώ ετησίως με στόχο την κλιματική αλλαγή.
Πηγή: Reuters