Από το 2014, η ΕΕ έχει παράσχει χρηματοδότηση ύψους περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ στον τομέα της βιολογικής παραγωγής, χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα αναφέρει στη σημερινή έκθεσή του το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σπέρνοντας αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της υποστήριξης που παρέχει η Κομισιόν στον συγκεκριμένο τομέα.
.
Το ΕΕΣ «βλέπει» κενά και ασυνέπειες που αποδυναμώνουν τις πολιτικές και τη στρατηγική της ΕΕ κάνοντας τον στόχο της ΕΕ έως το 2030 να καλλιεργείται βιολογικά το 25 % της γεωργικής έκτασης να φαντάζει ανέφικτος.
Η τρέχουσα στρατηγική παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες, ενώ δεν υπάρχει όραμα ούτε τιμές-στόχος για τον τομέα της βιολογικής παραγωγής μετά το 2030. Μολονότι τα δισεκατομμύρια ευρώ που παρέχει ετησίως η ΕΕ έχουν αυξήσει τις εκτάσεις βιολογικής γεωργίας, η προσοχή στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του τομέα είναι ελάχιστη. Ως εκ τούτου, η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια εξειδικευμένη αγορά, και το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι είναι πιθανό η ΕΕ να μην επιτύχει τον στόχο που έθεσε στον συγκεκριμένο τομέα.
Η βιολογική γεωργία αποτελεί βασική συνιστώσα της ενωσιακής στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» και διαδραματίζει ρόλο στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της ΕΕ για το περιβάλλον και το κλίμα. Κατά την περίοδο 2014-2022, οι ευρωπαίοι γεωργοί έλαβαν στήριξη ύψους περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), προκειμένου να στραφούν στη βιολογική γεωργία ή να διατηρήσουν σχετικές πρακτικές, ενώ σχεδιάζεται να διατεθεί επιπλέον ποσό ύψους σχεδόν 15 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2027. Ωστόσο, ο βαθμός υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και κυμαίνεται από ποσοστό χαμηλότερο του 5% της γεωργικής έκτασης στις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία και τη Μάλτα έως υψηλότερο του 25% στην Αυστρία.
«Η ευρωπαϊκή γεωργία καθίσταται οικολογικότερη και η βιολογική γεωργία διαδραματίζει καίριο ρόλο σε αυτό. Ωστόσο, προκειμένου η επιτυχία να είναι μακροχρόνια, η εστίαση των προσπαθειών αποκλειστικά και μόνο στην αύξηση των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας δεν επαρκεί. Πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες ώστε ο τομέας να υποστηρίζεται στο σύνολό του, αναπτύσσοντας την αγορά και τονώνοντας την παραγωγή», δήλωσε η Keit Pentus-Rosimannus, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. «Διαφορετικά, αντί για μια ακμάζουσα βιομηχανία υπό την ώθηση ενημερωμένων καταναλωτών, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα μη ισορροπημένο σύστημα που θα εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη χρηματοδότηση της ΕΕ.»
Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι και οι στόχοι της αγοράς δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στο πλαίσιο της στήριξης της ΚΓΠ. Για παράδειγμα, οι γεωργοί μπορούν να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ ακόμη και αν δεν εφαρμόζουν τα πρότυπα σχετικά με την αμειψισπορά ή την καλή διαβίωση των ζώων, τα οποία συνιστούν βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας. Το κλιμάκιο ελέγχου διαπίστωσε επίσης ότι η έκδοση άδειας για τη χρήση μη βιολογικών σπόρων κατά τη φύτευση βιολογικών καλλιεργειών αποτελούσε κοινή νομική πρακτική. Τονίζει επίσης ότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχει τρόπος μέτρησης του βαθμού υλοποίησης των υποτιθέμενων περιβαλλοντικών οφελών της βιολογικής γεωργίας.
Η στήριξη της ΚΓΠ είχε ως στόχο να αποζημιώνει τους γεωργούς για τα πρόσθετα έξοδα και την απώλεια εισοδήματος που επέφερε η μετάβαση από τη συμβατική στη βιολογική γεωργία. Οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων δεν ήταν υποχρεωμένοι να παράγουν κανένα βιολογικό προϊόν προκείμενου να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ, γεγονός που συνέτεινε σε μια κατάσταση στην οποία η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια πολύ μικρή αγορά, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 4 % της συνολικής αγοράς τροφίμων της ΕΕ.
Γενικότερα, το ΕΕΣ θέτει υπό αμφισβήτηση την στρατηγική της ΕΕ στον τομέα αυτό. Μολονότι το τρέχον σχέδιο δράσης για τον τομέα της βιολογικής παραγωγής είναι βελτιωμένο σε σχέση με το προηγούμενο, απουσιάζουν από αυτό ορισμένα βασικά στοιχεία. Εξακολουθεί να μην προβλέπει κατάλληλους και ποσοτικοποιήσιμους στόχους για τον τομέα, ούτε και τρόπους μέτρησης της προόδου. Επιπλέον, το ΕΕΣ επισημαίνει την απουσία στρατηγικού οράματος για την περίοδο μετά το 2030, το οποίο θα παρείχε τη σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη προοπτική που χρειάζονται για να διασφαλιστεί η επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα.
Στην πράξη, η μόνη (μη δεσμευτική) τιμή-στόχος που έχει θέσει η ΕΕ για τον τομέα αφορά την αύξηση των εκτάσεων με βιολογικές καλλιέργειες. Ωστόσο, η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και οι φιλοδοξίες για την επέκτασή της διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ, σε βαθμό που η ΕΕ κινδυνεύει να μην επιτύχει την τιμή-στόχο του 25 % για το 2030. Το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, ο ρυθμός διάδοσης των πρακτικών βιολογικής γεωργίας στην Ευρώπη πρέπει να διπλασιαστεί.
Το ΕΕΣ «βλέπει» κενά και ασυνέπειες που αποδυναμώνουν τις πολιτικές και τη στρατηγική της ΕΕ κάνοντας τον στόχο της ΕΕ έως το 2030 να καλλιεργείται βιολογικά το 25 % της γεωργικής έκτασης να φαντάζει ανέφικτος.