Παραπλανητικές ή ανεδαφικές πληροφορίες περιέχουν πάνω από τους μισούς (σ.σ. το 53%) «πράσινους» ισχυρισμούς (σ.σ. green claims) των επιχειρήσεων για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, ενώ τέσσερα στα 10 enviromental claims δεν υποστηρίζονται από αποδείξεις.
.
Την ίδια ώρα, οι μισές «πράσινες» ετικέτες (τα σύμβολα που τυπώνονται σε προϊόντα και τις συσκευασίες τους για να διαφημίσουν οικολογικά χαρακτηριστικά ή ποιότητες) προσφέρουν αδύναμη ή και ανύπαρκτη επαλήθευση για όσα υποστηρίζουν, ενώ 230 ετικέτες βιωσιμότητας και 100 ετικέτες «πράσινης» ενέργειας στην ΕΕ διέπονται από πολλά πολύ διαφορετικά επίπεδα διαφάνειας ως προς τους ισχυρισμούς τους.
Η εικόνα αυτή, που διαμορφώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία πάνω από 35-38 τρισ. δολάρια υπολογίζεται ότι επενδύονται παγκοσμίως για τη συμμόρφωση επιχειρήσεων και οργανισμών στις αρχές των κριτηρίων ΕSG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης), έχει ήδη κινητοποιήσει την ΕΕ να εισάγει αυστηρή νομοθεσία γύρω από σχετικά ζητήματα, καλώντας τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν ταχύτατα. Παράλληλα, έχει επαναφέρει στην επικαιρότητα το λεγόμενο «greenwashing».
Τι είναι το greenwashing; Ένας ορισμός και δύο παραδείγματα
Μιλώντας σε εκδήλωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) για τους ψευδείς οικολογικούς ισχυρισμούς, ο διευθυντής Ινστιτούτου Βιώσιμης Ανάπτυξης, Σπύρος Κουβέλης, σημείωσε ότι το greenwashing εκδηλώνεται όταν υπάρχει πληροφορία για ένα προϊόν, που εμφανίζει μια εταιρεία ή οργάνωση ως περιβαλλοντικά υπεύθυνη, αλλά στην πραγματικότητα είναι (η πληροφορία) παρελκυστική ή σκοπίμως ψευδής.
Ενδεικτικά ανέφερε το παράδειγμα της Volkswagen το 2015, όταν ο περιβαλλοντικός οργανισμός των ΗΠΑ, EPA, διαπίστωσε ότι υπήρχαν συγκεκριμένοι τρόποι με τους οποίους είχε ενταχθεί στους κινητήρες μοντέλων της αυτοκινητοβιομηχανίας σύστημα που απέκρυπτε τις πραγματικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και γενικά των αερίων του θερμοκηπίου. Ως αποτέλεσμα, ο πέλεκυς των προστίμων έπεσε βαρύς στην εταιρεία και η φήμη της δέχτηκε τεράστιο πλήγμα, γεγονός που οδήγησε σε ζημία δισεκατομμυρίων και αλλαγές διοίκησης, και πυροδότησε τη στροφή της στην ηλεκτροκίνηση, σε μια προσπάθεια ανάταξης.
Ένα δεύτερο παράδειγμα αφορά εταιρεία στην Ελλάδα -την επωνυμία της οποίας δεν ανέφερε, γιατί όπως είπε η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη- που υποστηρίζει ότι χρησιμοποιεί φυσικά προϊόντα, «ενώ υπάρχουν πάρα πολύ σοβαρές υπόνοιες ότι δεν είναι καθόλου φυσικά».
Οι χρηματοδοτήσεις που περνούν από το ESG και το «παράλληλο λογιστήριο»
Αν οι «πράσινοι» ισχυρισμοί, ακόμα και οι παραπλανητικοί, είναι συχνά πειστικοί για τους καταναλωτές, τα κριτήρια ESG ουσιαστικά ωθούν τις εταιρείες να παρουσιάσουν μετρήσιμα και επαληθεύσιμα στοιχεία, σε μια περίοδο που οι χρηματοδοτήσεις ρέουν ολοένα περισσότερο με βάση αυτά.
«Ήδη, όταν κάποιος πάει σε τράπεζα για να δανειοδοτηθεί ή συζητά με επενδυτή, αρχίζουν οι ερωτήσεις για την αξιολόγηση ESG, το πώς πηγαίνει η εταιρεία στα μη χρηματοοικονομικά κριτήρια και δείκτες» σημείωσε και πρόσθεσε ότι πλέον είναι αναγκαία η δημιουργία ενός «παράλληλου λογιστηρίου» μέσα στις επιχειρήσεις για τα μη χρηματοοικονομικά κριτήρια, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και καλής διακυβέρνησης, ώστε να μπορεί η διοίκησή τους να έχει εναργή και ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις της.
Τι κάνει η ΕΕ για την αντιμετώπιση του greenwashing;
Κατά τον κ. Κουβέλη, η κοινοτική νομοθεσία για το greenwashing «πατάει» ουσιαστικά σε τρεις πυλώνες:
1)Την ταξονομία (EU Taxonomy, η διαδικασία και νομοθεσία της ΕΕ, που στόχο έχει να μπορέσει να καταγράψει τι συνιστά πραγματικά αειφόρο βιωσιμότητα και να προστατέψει τους ιδιώτες επενδυτές από το greenwashing),
2)Την οδηγία CSRD (Corporate Sustainability Reporting Directive), βάσει της οποίας ξεκινά να γίνεται το reporting (κατάθεση αναφορών) για το ΕSG, με στόχο να περιοριστεί και τελικά να σταματήσει το greenwashing και
3)Την ντιρεκτίβα για τους πράσινους ισχυρισμούς, με την οποία η ΕΕ στοχεύει μεταξύ άλλων στη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών και στην αντιμετώπιση της άνισης ή άδικης αντιμετώπισης παραγωγικών πρακτικών, που θα μπορούσαν να τους παραπλανήσουν.
Ασφυκτικές προθεσμίες για μικρούς και μεγάλους
Για την οδηγία CSRD, που εισάγει υποχρεωτικότητα στην εξωτερική αξιολόγηση στα στοιχεία και θεωρεί χρηματοικονομικά και μη χρηματοοικονομικά δεδομένα ισότιμα ως προς το reporting, οι χρόνοι και οι προθεσμίες είναι, κατά τον κ. Κουβέλη, «έως και ασφυκτικά»: από 1/1/2024 οι επιχειρήσεις με πάνω από 500 εργαζόμενους θα πρέπει να αρχίσουν ήδη να την εφαρμόζουν, ενώ από τον Ιανουάριο 2025 θα ακολουθήσουν οι άνω των 250 εργαζομένων ή/και με 40 εκατ. τζίρο ή και 20 εκατ. σε assets.
Από το 2026, με εφαρμογή από το 2027, σειρά έχουν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με κάποιες από αυτές να μπορούν να εξαιρεθούν, αλλά όχι χωρίς κόστος. Το σημαντικό είναι ότι για να «πιάσουν» αυτές τις προθεσμίες, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αρχίσουν να ετοιμάζονται άμεσα, γιατί το σύστημα συγκέντρωσης των σχετικών δεδομένων «δεν είναι κάτι που στήνεται σε έναν ή δύο μήνες» κατά τον κ. Κουβέλη.
Ο κ. Κουβέλης αναφέρθηκε ακόμα στο λεγόμενο «green-hushing» (όταν μια επιχείρηση σκοπίμως υποβαθμίζει τις πρακτικές βιωσιμότητας που εφαρμόζει γιατί φοβάται μην κατηγορηθεί για greenwashing) και το «green-botching», «που είναι πρακτικά αυτό που λέμε "τα κάνω σαλάτα", δηλαδή για παράδειγμα προωθώ πολύ τα ηλεκτρικά οχήματα, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά σταθμοί φόρτισης ή απαγορεύω οριζόντια τα πλαστικά μιας χρήσης, χωρίς να υπάρχουν εναλλακτικές, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται, π.χ, μια παράλληλη μαύρη αγορά έξω από κανονική».
Αθέμιτος ανταγωνισμός, αλλά και προσέλκυση ανθρώπινου ταλέντου
«Ακανθώδες ζήτημα» χαρακτήρισε τους ψευδείς οικολογικούς ισχυρισμούς και το greenwashing η πρόεδρος του ΣΒΕ, Λουκία Σαράντη, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι οι εταιρείες που υποστηρίζουν ότι παράγουν προϊόντα με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον, χωρίς όντως να το πράττουν, δημιουργούν αθέμιτο ανταγωνισμό προς όσες είναι πραγματικά συνεπείς σε όσα υποστηρίζουν και διαφημίζουν. «Όλοι θέλουμε να είμαστε "πράσινοι", αλλά αυτό κοστίζει πολύ και απαιτεί τεχνογνωσία» είπε χαρακτηριστικά.
Την ανάγκη ολιστικής αντιμετώπισης των θεμάτων ESG υπογράμμισε η Κατερίνα Ρόγγα, Principal, Risk Advisory, Climate and Sustainability Leader της Deloitte, επισημαίνοντας ότι το σημαντικότερο που μπορεί να πράξει μια εταιρεία, ώστε να αποφύγει το greenwashing, είναι να ενσωματώσει τις αρχές του ESG στη γενικότερη στρατηγική της.
Ο Αντώνης Μουντούρης, διευθυντής ΥΑΠ & Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ομίλου HELLENiQ ENERGY Holdings S.A, αφού αναφέρθηκε σε όσα πράττει σε αυτό το πεδίο ο όμιλος που εκπροσωπεί, επισήμανε ακόμα ότι η εκπλήρωση κριτηρίων ESG έχει θετικό αντίκτυπο και στην προσέλκυση του ανθρώπινου ταλέντου.
Όπως είπε, έχει ήδη γίνει ξεκάθαρο στις αγορές του εξωτερικού ότι η γενιά που τώρα εισέρχεται στην αγορά εργασίας έχει διαφορετικά κριτήρια επιλογής εργοδότη: «Φαίνεται ξεκάθαρα σε όλες τις μελέτες ότι οι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής δίνουν πολύ μεγάλη βαρύτητα τις επιδόσεις των εταιρειών στα κριτήρια ESG και τη γενικότερη στρατηγική τους» σημείωσε.
Τις δύο μεθοδολογίες που έχει αναπτύξει ο ΣΒΕ, προκειμένου να υποστηρίξει τις ελληνικές ΜΜΕ να γίνουν πιο βιώσιμες και ανθεκτικές, αλλά και το έργο του δικτύου «Enterprise Europe Network», παρουσίασε η Κατερίνα Τζιτζινού, διευθύντρια Διεθνών Σχέσεων του Συνδέσμου. Ως προς το τελευταίο επισήμανε ότι, με 600 τοποθεσίες σε 60 χώρες και 3000 ειδικούς σε 15 τομείς, το Δίκτυο, στο οποίο συμμετέχει ο ΣΒΕ, επιχειρεί να βρει λύσεις σε προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις (πχ, τεχνολογικά ή επιχειρηματικής αναζήτησης).
Ως προς τις δύο μεθοδολογίες σημείωσε ότι η πρώτη είναι το εργαλείο αξιολόγησης βιωσιμότητας (Sustainability Assessment Tool), που -μεταξύ άλλων- βοηθά τις επιχειρήσεις να αξιολογήσουν το επίπεδο ωριμότητάς τους σε 23 κριτήρια (πέντε οικονομικά, ισάριθμα οικολογικά, έξι κοινωνικά και επτά καλής διακυβέρνησης). Η δεύτερη είναι το εργαλείο «Business Futureproofing Tool», που αναπτύχθηκε από την Έδρα της UNESCO για τη μελέτη του Μέλλοντος και το Δίκτυο Praxis και μεταξύ άλλων βοηθά τις επιχειρήσεις να σταθμίσουν πώς οι διάφορες μεγα-τάσεις ανά τον πλανήτη ενδέχεται να επηρεάσουν την παγκόσμια και τοπική οικονομία, αλλά και την ίδια τη λειτουργία τους.
Το 53% των ισχυρισμών των επιχειρήσεων για «πράσινες» - οικολογικές πρακτικές είναι ανεδαφικό.