Deloitte: Ζητούμενο για τις τουριστικές επιχειρήσεις η ενσωμάτωση της βιωσιμότητας σε στρατηγική και λειτουργία τους

Body

Η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνει ότι εφαρμόζει ήδη ή προτίθεται να υιοθετήσει άμεσα τουλάχιστον ένα μέτρο περιβαλλοντικής και κοινωνικοοικονομικής βιωσιμότητας, σύμφωνα με τα ευρήματα σχετικής έρευνας.

.

Η Deloitte Ελλάδος σε συνεργασία με το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) εκπόνησε μια ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με βασικά θέματα και ζητήματα βιωσιμότητας στον ελληνικό τουρισμό με τίτλο “Sustainability in the Greek tourismmarket – Paving the way for sustainable tourism growth”.

H μελέτη βασίστηκε σε πρωτογενή έρευνα που έτρεξε την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου2023, ενώ συμμετείχαν σε αυτή περισσότερες από 200 τουριστικές επιχειρήσεις, μέλη του ΣΕΤΕ, που δραστηριοποιούνται στο σύνολο της αλυσίδας αξίας του τουρισμού.

Αφορμή για τη μελέτη αποτέλεσε το γεγονός ότι ελάχιστα είναι γνωστά,μέχρι στιγμής, για το όραμα, τους στόχους, τις προτεραιότητες και τις δράσεις των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων ως προς τις αρχές βιωσιμότητας, παρά τη γενική παραδοχή πωςοι βιώσιμες πρακτικές είναι αναγκαίες και συμβάλλουνστην τουριστική ανάπτυξη. Επιπλέον, με βάση διεθνείς δείκτες και κατατάξεις, ο ελληνικός τουρισμός φαίνεται να υστερεί, σε σχέση με βασικούς ανταγωνιστές στη Μεσόγειο, ως προς τις επιδόσεις του στον τομέα της αειφορίας και της βιωσιμότητας παρά την ανοδική πορεία των τελευταίων ετών.

Αξίζει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια ανάδειξης της υφιστάμενης κατάστασης και των προκλήσεων σε θέματα βιωσιμότητας για το σύνολο του τουριστικούκλάδου, ενώ η ανάγκη για την ενίσχυση της βιωσιμότητας στον ελληνικό τουρισμό είχε αναγνωριστεί και στα πλαίσια της μελέτης που εκπόνησε το ΙΝΣETE «Ελληνικός Τουρισμός 2030- Σχέδια Δράσης» σε συνεργασία με τη Deloitte και τη Remaco.

Τα ευρήματα της έρευνας καταγράφουν τις τρέχουσες αντιλήψεις, τις δράσεις που έχουν δρομολογηθεί / σχεδιασθεί,τις προτεραιότητες που έχουν τεθεί, αλλά και τις ελλείψεις που παρατηρούνται. Παράλληλα,εντοπίζουν τις ευκαιρίες που διαφαίνονται για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς και τις απειλές καιτα εμπόδια που αντιμετωπίζουν.

Τα βασικά ευρήματα της έρευνας

Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων επιχειρήσεων δήλωσε ότιεφαρμόζει ήδη ή προτίθεται να υιοθετήσει άμεσα τουλάχιστον ένα μέτρο περιβαλλοντικής (80%) και κοινωνικοοικονομικής (77%) βιωσιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις το 7% των επιχειρήσεων που πήραν μέρος στην έρευνα δεν έχει λάβει ή δεν προτίθεται να υιοθετήσει μέτρα και δράσεις περιβαλλοντικής και κοινωνικής υπευθυνότητας.

Οι τομείς στους οποίους εστιάζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου τις βιώσιμες πρακτικές τους είναι, μεταξύ άλλων, η διαχείριση της ενέργειας (91%), των απορριμμάτων (61%) και των υδάτινων πόρων (60%). Παράλληλα, δίνουν έμφαση τόσοστον κοινωνικό αντίκτυπο όσο και στοαποτύπωμά τους χρησιμοποιώντας τοπικά προϊόντα και υλικά (75%), προσφέροντας θέσεις εργασίας στους κατοίκους των περιοχών δραστηριοποίησής τους (61%)ή/και ενισχύοντας την τοπική επιχειρηματικότητα (60%).

Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν και μια σειρά από ευρήματα στην έρευνα που καταδεικνύουν πως η βιωσιμότητα και οι αντίστοιχες πρακτικές δεν βρίσκονταιακόμα στο επίκεντρο της στρατηγικής και λειτουργίας των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων, αλλά αποτελούν περισσότερο μια παράπλευρη πρωτοβουλία. Είναι ενδεικτικό πως το 73% των ερωτηθέντων δεν έχει θέσει στόχο μείωσης των εκπομπών άνθρακα για το 2030, ενώ μόλις το 34% βρίσκεται στη διαδικασία ορισμού κάποιου σχετικού στόχου. Οι μισές επιχειρήσεις (52%) δεν συμμετέχουν σε στρατηγικές συνεργασίες / συμμαχίες για την προώθηση της βιωσιμότητας, ενώ το 60% δεν πραγματοποιεί μετρήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα, με κύριο λόγο το γεγονός ότι δε γνωρίζει πώς και με ποιον τρόπο. Στο ίδιο πλαίσιο, περίπου το 78% των επιχειρήσεων δεν έχει υιοθετήσει πρακτικές, εργαλεία και πρότυπα αναφοράς βιωσιμότητας, όπως ενδεικτικά το Global Reporting Initiative (GRI) ή τον Οδηγό Δημοσιοποίησης Πληροφοριών ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών και ούτε εκφράζει την πρόθεση να το κάνει στο άμεσο διάστημα. Αντίστοιχα, περισσότερες από τις μισές (55%) εκ των ερωτηθέντων επιχειρήσεων δεν έχει οποιαδήποτε πιστοποίηση βιωσιμότητας, ενώ οι μισές (50%) δεν ενδιαφέρονται να αποκτήσουν κάποια νέα πιστοποίηση. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων δεν έχει εντάξει τη βιωσιμότητα στις δομές διακυβέρνησης (82%) και στην οργανωτική τους δομή (84%), ενώ μόνο το 20% θεωρεί ότι παρέχει επαρκή εκπαίδευση για τη βιωσιμότητα στο προσωπικό τους.

Σημαντικό είναι να τονιστεί το αρκετά μεγάλο χάσμα μεταξύ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, με ετήσια έσοδα κάτω των €10 εκατ., και των μεγαλύτερων. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, οι τουριστικές επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους δυσκολεύονται σημαντικά να αναλάβουν δράσεις που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης ενημέρωσης και γνώσης, αλλά και χρηματικών και ανθρώπινων πόρων.

Γενικότερα, ο βασικός περιορισμός που αναγνωρίζουν οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις αναφορικά με την υλοποίηση περισσότερων επενδύσεων και δράσεων βιωσιμότητας είναι το υψηλό κόστος (62%), ενώ ένα ικανό ποσοστό αναφέρει ότι δεν βρίσκει επαρκείς βιώσιμες λύσεις (28%), δεν μπορεί να τεκμηριώσει την απόδοση των σχετικών επενδύσεων (20%) και δεν γνωρίζει τί είδους βιώσιμες πρακτικές και επενδύσεις θα πρέπει να υλοποιήσει (19%). Αντίστοιχα, η παροχή περισσότερων φορολογικών και χρηματικών κινήτρων είναι μακράν η πιο δημοφιλής επιλογή (89%) στην ερώτηση αναφορικά με το τί πρέπει να κάνει η Πολιτεία για να ενισχύσει τη βιωσιμότητα.

Τέλος, η έρευνα εντόπισε μία σημαντική διαφορά μεταξύτης σημασίας που πραγματικά δίνουν οι ταξιδιώτες στη βιωσιμότητα και του τί πιστεύουν για το θέμα αυτό οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις. Ενώ διεθνείς έρευνες(Expedia) δείχνουνξεκάθαρα την έμφαση που δίνουν οι ταξιδιώτες στα θέματα βιωσιμότητας (το 90% αναζητά βιώσιμες επιλογές όταν ταξιδεύουν), μόνο το 45% των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων θεωρεί ότι οι ταξιδιώτεςβασίζουν τις επιλογές τουςσε κριτήρια βιωσιμότητας. Αντίστοιχα, μόνο ένα 42% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι οι πελάτες τους είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν υψηλότερες τιμές για βιώσιμες υπηρεσίες και προϊόντα. Παρόλα αυτά, το βασικότερο κίνητρο που αναγνωρίζουν οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις για να προχωρήσουν σε επιπλέον επενδύσεις και δράσεις στον τομέα της βιωσιμότητας είναι η βελτίωση της εμπειρίας και ικανοποίησης των πελατών (64%), με τη μείωση κόστους (62%) και τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία (43%) να ακολουθούν.

Τι προτείνει η μελέτη στις επιχειρήσεις του κλάδου

Με βάση τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας, η μελέτη αναδεικνύει ορισμένους κύριους άξονες που μπορούν να ακολουθήσουν οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις για να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα στον κλάδο:

  • Να ενσωματώσουντις αρχές βιωσιμότητας και τους κλιματικούς στόχους στη συνολική τους στρατηγική.
  • Να επιδιώξουν καινοτόμες λύσεις και δράσεις, πέρα από τις προφανείς, αλλά και συνεργασίες και συνέργειες ώστε η βιωσιμότητα να αποτελέσει πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
  • Να φροντίσουν ώστε η βιωσιμότητα να ενσωματωθεί στον οργανισμό και να αποτελέσει μέρος της κουλτούρας του.
  • Να θέτουν συγκεκριμένους στόχους βιωσιμότητας, να τους παρακολουθούν συστηματικά και να δημοσιοποιούν αναλυτικάτα αποτελέσματα των προσπαθειών τους.

Τι προτείνει η μελέτη σε όσους χαράσσουν πολιτικές

Αντίστοιχα, η μελέτη προχωρά σε μια σειρά προτάσεωνπροςτην Πολιτεία και γενικότερα σε όσους χαράσσουν πολιτικές:

  • Χάραξη ολοκληρωμένης στρατηγικής, σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο συγκεκριμένων προορισμών, συμπεριλαμβανομένων και στοχευμένωνκινήτρων(οικονομικά, φορολογικά, κτλ.),για την ενίσχυση της βιωσιμότητας στον ελληνικό τουρισμό.
  • Διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου εθνικού προγράμματος βιώσιμου τουρισμούπου θα περιλαμβάνει συστήματα πιστοποίησης, συγκεκριμένους στόχους βιωσιμότητας, συστήματα και εργαλεία μετρήσεων και αναφορών για τις τουριστικές επιχειρήσεις σε όλο το φάσμα της αλυσίδας αξίας του τουρισμού, καθώς και σύνδεση με εξειδικευμένα κίνητρα.
  • Εστίαση στηναποτελεσματική στήριξη των μικρών και πολύ μικρών τουριστικών επιχειρήσεων σε όλους τους τομείς (χρηματοδότηση,εκπαίδευση/ανάπτυξη δεξιοτήτων, ευαισθητοποίηση, μέτρηση και αναφορά δεικτών βιωσιμότητας, πιστοποιήσεις, κ.λπ.) οι οποίες,εξαιτίας του μεγάλου πλήθους τους, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα του συνόλου του ελληνικού τουριστικού τομέα, τόσο σε θέματα βιωσιμότητας, όσο και ευρύτερα.
  • Βελτιστοποίηση τουρυθμιστικού πλαισίου για τηβιωσιμότηταστον ελληνικό τουρισμό.

Όπως τονίζεται με έμφαση στην προαναφερθείσα μελέτη του ΙΝΣETE«Ελληνικός Τουρισμός 2030 - Σχέδια Δράσης», ο ελληνικός τουρισμός απαιτείται να στραφεί από μια λίγο-πολύ αυθόρμητη και αυτοσχέδια ανάπτυξη σε έναν πιο εμπεριστατωμένο, στοχευμένο και ουσιαστικό τρόπο σχεδιασμού, άσκησης πολιτικής αλλά και αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Το ζήτημα της διαχείρισης και διακυβέρνησης των τουριστικών προορισμών, συνεπώς, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αποτελεσματικής στρατηγικής βιωσιμότητας.

Σχολιάζοντας τη μελέτη της Deloitte και του ΙΝΣΕΤΕ,ο Βασίλης Καφάτος, Partner, Growth Leader και Transportation, Hospitality & Services Sector Leader ανέφερε: «Η χώρα μας θα πρέπει να κάνει γρήγορα και συγκεκριμένα βήματα προς έναπιο βιώσιμο τουριστικό μοντέλο. Από την έρευνά μας προέκυψε πωςοι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις δεν έχουν ακόμη πλήρως υιοθετήσει και εφαρμόσει πρακτικές και μέτρα που θα καθορίσουν ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικόπλαίσιο για το βιώσιμο μέλλον του κλάδου.Αυτό στην ουσία σημαίνει πως οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να θέσουν όσο το δυνατόν πιο άμεσα τη βιωσιμότητα στο επίκεντρο της στρατηγικής τους καθώς καιστα επιχειρηματικά και λειτουργικά τους μοντέλα».

Ο Θοδωρής Παπακωνσταντίνου, Strategy Partner, Tourism & Hospitality Exper tκαι επικεφαλής της ομάδας που συνέταξε τη μελέτη συμπλήρωσε:«Η έρευνά μας έδειξε ότι ενώ δεν εκφράζεται καμία αμφιβολία για τη σημαντικότητα της βιωσιμότητας, οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσειςδυσκολεύονται να κατανοήσουντις απαιτήσεις ενός πιο βιώσιμου τουριστικού μοντέλου και να χαράξουν ένα σαφές πλάνοδράσης που θα καθιστά τη βιωσιμότητα πηγή ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Οι περιορισμοί σε ενημέρωση, γνώση, δεξιότητες και πόρους, αλλά και η εστίαση σε άλλες προτεραιότητες γίνεται εμφανής, ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν και την πλειοψηφία του κλάδου. Παράλληλα, παρατηρούμε ανταγωνιστικές χώρες να προχωρούν γοργά προς την υλοποίηση ολοκληρωμένωνσυστημάτων βιωσιμότητας που προσδίδουν πλεονέκτημα τόσο στον προορισμό ως σύνολό, αλλά και στην κάθε τουριστική επιχείρηση ξεχωριστά. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η χώρα μας να προχωρήσει σε άμεσες και συντονισμένες κινήσεις χάραξης και υλοποίησης ενός ολοκληρωμένου, ρεαλιστικού και εφαρμόσιμου πλάνου ενσωμάτωσης της βιωσιμότητας στην καρδιάτηςλειτουργίας των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων».

Αρθρογράφος
Κύριος χαρακτηρισμός περιεχομένου
Image
Επικεφαλίδα

H μελέτη βασίστηκε σε πρωτογενή έρευνα που έτρεξε την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου2023, ενώ συμμετείχαν σε αυτή περισσότερες από 200 τουριστικές επιχειρήσεις, μέλη του ΣΕΤΕ, που δραστηριοποιούνται στο σύνολο της αλυσίδας αξίας του τουρισμού.

Tags