Oι νεοφυείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας έγιναν πιο δημοφιλείς από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αφενός η οικονομική κρίση οδήγησε στη συρρίκνωση ή στην κατάρρευση πολλών παραδοσιακών επιχειρήσεων στη χώρα και άφησε πολλούς Έλληνες να αναζητούν νέες επιλογές απασχόλησης. Από την άλλη, οι τεχνολογικές αλλαγές επηρέαζαν καταλυτικά ολοένα και περισσότερες αγορές διεθνώς και παρουσίαζαν μια σειρά από σημαντικές ευκαιρίες. Τα μεγάλα success story των εταιρειών παγκοσμίως που “ξεκίνησαν από ένα γκαράζ” και εξελίχθηκαν σε κολοσσούς, όπως η Google, διαμόρφωσαν όχι μόνο ένα επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά μια ευρύτερη κουλτούρα, ένα “οικοσύστημα”.
Πώς, όμως, έχουν εξελιχθεί οι Startups στην Ελλάδα; Αξιοποιώντας πληροφορίες από το startupper.gr, η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, με επιστημονική υπεύθυνη την ομότιμη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση, και η οποία πραγματοποιήθηκε από τη συμβουλευτική εταιρεία Octane, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις ελληνικές Startups και το οικοσύστημα που τις υποστηρίζει. Οι ερευνητές ανέτρεξαν στη βιβλιογραφία, έκαναν 14 συνεντεύξεις με επιδραστικά στελέχη της τοπικής αγοράς, ενώ παράλληλα ανέδειξαν χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων χωρών, απομονώνοντας πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να υιοθετήσει η Ελλάδα για να αναπτύξει με υγιή τρόπο ακόμη περισσότερο τη συγκεκριμένη αγορά.
Tο προφίλ των Startup founders – Πόσο χρονών είναι και τι έχουν σπουδάσει;
Παράλληλα, ετοίμασαν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο απάντησαν 267 ιδρυτές Startups, συγκεντρώνοντας χρήσιμες πληροφορίες για το προφίλ αυτών των εταιρειών, τους founders, τα προβλήματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, ακόμη και για την επίδραση της πανδημίας στη δραστηριότητά τους, πληροφορίες που δεν ήταν όλες διαθέσιμες μέχρι πρότινος.
Μεταξύ των ιδρυτών Startups που απάντησαν στην έρευνα, η μεγάλη πλειοψηφία -8 στους 10- είναι άνδρες, μια ανισότητα που παρατηρείται και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν, κατά μέσο όρο, αντίστοιχη κατανομή μεταξύ των φύλων. Από τη σκοπιά της ηλικίας, οι ιδρυτές των Startups είναι σχετικά νέοι: 9 στους 10 είναι νεότεροι από 44 ετών, ενώ πάνω από το 50% είναι κάτω των 34 ετών, συνήθως αρκετά μορφωμένοι αφού το 48,7% έχουν μεταπτυχιακό και το 17,2% διδακτορικό, ενώ οι περισσότεροι δηλώνουν σπουδές είτε σε σχολή Πολυτεχνείου είτε σε σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, και το 68,2% έχει σαν πλήρη απασχόληση τη Startup του.
Το 24% διαθέτει μικρή (έως 3 χρόνια) ή καθόλου προϋπηρεσία. Τρεις στους 10 ιδρυτές που απάντησαν στην έρευνα είναι λίγο-πολύ πιο έμπειροι, με προϋπηρεσία 4 έως 10 χρόνια, ενώ το 22,8% των ιδρυτών δήλωσαν ότι διαθέτουν σημαντική εργασιακή εμπειρία, άνω των 15 ετών. Βεβαίως, παρότι από ό,τι φαίνεται και από τα παραπάνω στοιχεία οι περισσότεροι από τους ερωτώμενους διαθέτουν κάποια προϋπηρεσία, η πλειοψηφία (62,5%) δήλωσε ότι δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία στη διαχείριση μιας νεοφυούς επιχείρησης.
Σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος των ιδρυτών που απάντησαν στην έρευνα -σχεδόν 4 στους 10- δήλωσαν ότι η προϋπηρεσία τους αφορά σε μια δουλειά με “ουδέτερη έως ανύπαρκτη” σχέση με το αντικείμενο της Startup τους. Αρκετοί από αυτούς, 22,5% του συνόλου, δηλώνουν ότι είχαν τουλάχιστον μία αποτυχημένη επιχειρηματική προσπάθεια στο παρελθόν. Πρόκειται, επομένως, για επιχειρηματίες που πήραν ένα σημαντικό ρίσκο: πολλοί είχαν μικρή ή καθόλου προϋπηρεσία, συχνά σε άσχετα αντικείμενα, ενώ κάποιοι “κουβαλούσαν” το βάρος μίας ή περισσότερων αποτυχημένων προσπαθειών.
Ενδιαφέρον έχουν και οι διαφορές στο προφίλ των ιδρυτών ανάλογα με το αν δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, “ο Startupper που έχει ιδρύσει και λειτουργεί την εταιρεία στο εξωτερικό έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτόν που επιχειρεί στην Περιφέρεια της Ελλάδας”. Ο ιδρυτής Startup στο εξωτερικό είναι συχνά μεγαλύτερος σε ηλικία (35-44 ετών, έναντι 25-34 ετών), έχει περισσότερη εργασιακή εμπειρία (4-10 χρόνια έναντι 0-3), αλλά και επιπλέον εμπειρία σε διευθυντικές θέσεις (1-5 χρόνια έναντι 0-1).
Πότε και που ιδρύθηκαν οι ελληνικές Startups, το μέγεθος και το “φύλο” τους
Η χρονιά κατά την οποία ιδρύθηκαν οι περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις (σχεδόν 2 στις 10) συγκριτικά με τις υπόλοιπες χρονιές, ήταν το 2018. Η μεγάλη πλειοψηφία των Startups του δείγματος, δηλαδή το 93% ιδρύθηκε την περίοδο 2013-2020, με πάνω από τις μισές να έχουν ιδρυθεί στην Αθήνα. Η αμέσως επόμενη επιλογή των ιδρυτών (15,4%) ήταν κάποια ευρωπαϊκή πόλη, ενώ ακολουθούν η Θεσσαλονίκη (12,7%), η Πάτρα (4,5%), οι ΗΠΑ και το Ηράκλειο (3%).
Ακολούθως, μετρώντας το μέγεθος τους, κατά μεγάλη πλειοψηφία (76,4%) πρόκειται για πολύ μικρές επιχειρήσεις με έως 10 εργαζόμενους. Λιγότερο από 3% απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζόμενους και συνήθως φαίνεται να αποτελούν συνεργατικά σχήματα. Το 48,3% των εταιρειών είχε δύο ιδρυτές, το 19,9% τρεις, ενώ το 13,9% περισσότερους από τρεις. Μόνο το 18% είχε έναν ιδρυτή. Σχεδόν 1 στους 3 δηλώνει ότι σύνταξε το επιχειρηματικό σχέδιό του μαζί με έναν μέντορα. Ωστόσο, οι ομάδες των ιδρυτών είναι στην πλειοψηφία τους και αυτές ανδροκρατούμενες: το 62,2% αποτελείται μόνο από άνδρες, ενώ μόλις το 6,4% μόνο από γυναίκες.
Σε ποιους τομείς δραστηριοποιούνται οι Startups; Ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι περισσότερες είναι ο τουρισμός. Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, μεγάλο ποσοστό αυτών των εταιρειών, σχεδόν 1 στις 10, δραστηριοποιείται στην πληροφορική και τις επικοινωνίες (ΤΠΕ), ενώ αντίστοιχο είναι και το ποσοστό που ασχολείται με την αγροδιατροφή και με τις επιστήμες ζωής και υγείας (8,6%). Στο εξωτερικό, βέβαια, προηγούνται οι τομείς ΤΠΕ και ακολουθούν ο τουρισμός και η αγροδιατροφή.
Προβληματισμοί και ευκαιρίες – Τι προκλήσεις αντιμετωπίζουν οι εγχώριες νεοφυείς επιχειρήσεις
Τι μορφή έχει όμως το προϊόν των ελληνικών Startups; Tο 87,5% των εταιρειών περιλαμβάνει τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας ως την αρχική ιδέα, ενώ 38,6% έχουν μια καθαρά ψηφιακή ιδέα. Λιγότεροι έχουν μια “φυσική” ιδέα που χρησιμοποιεί όμως ψηφιακή τεχνολογία (26,6%) ή, αντίστροφα, μια ψηφιακή ιδέα με μερική φυσική παρουσία (22,5%). Μόνο 12,4% ακολουθούν το παραδοσιακό, αμιγώς φυσικό μοντέλο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Startups της έρευνας, περίπου 7 στις 10, χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει την αρχική ιδέα, μία ή περισσότερες φορές. Μάλιστα το 19,5% το έκανε περισσότερες από δυο φορές. Επιπλέον, οι Startups αποτελούν, κατά πλειοψηφία, μια εξωστρεφή δραστηριότητα: 63,7% δηλώνουν ότι στοχεύουν σε διεθνείς πελάτες και μόνο 36,3% σε εγχώριους. Ωστόσο, 1 στους 3 δηλώνει ότι το μεγαλύτερό του πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπειρίας στην προσέλκυση διεθνών πελατών.
Σχεδόν οι μισές από τις Startups του δείγματος άρχισαν τη δραστηριότητά τους με πολύ χαμηλό κεφάλαιο, από μηδέν έως 10.000 ευρώ. Μόνο μία στις πέντε (21,7%) άρχισαν με κεφάλαιο άνω των 50.000 ευρώ. Το 35,2% αυτών των εταιρειών σήμερα δηλώνουν κερδοφόρες, ενώ περίπου οι μισές (47,9%) δηλώνουν ότι δεν κερδοφορούν στην παρούσα συγκυρία. Αναφορικά με τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για το μέλλον τους, οι ιδρυτές ξεχωρίζουν περισσότερο από κάθε άλλη τη δυνατότητα επέκτασής τους (22,8%), ενώ ακολουθεί η στελέχωση (19,1%), ο ανταγωνισμός (16,9%), καθώς και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης (15%). Μεταξύ πιθανών αλλαγών που θα βελτίωναν τη δραστηριότητά τους, οι ιδρυτές του δείγματος επιλέγουν περισσότερο από κάθε άλλη, την “τροποποίηση του ασφαλιστικού και φορολογικού πλαισίου” (79,8%).
Παρότι η πανδημία δεν δημιούργησε στις Startups τα προβλήματα που δημιούργησε σε άλλες επιχειρήσεις (8 στους 10 ιδρυτές δηλώνουν ότι εφάρμοσαν τηλεργασία), συνολικά η επίδραση που είχε ήταν μάλλον ανάμεικτη. Περίπου οι μισοί ιδρυτές τόνισαν στην έρευνα πως η πανδημία της Covid-19 επηρέασε αρνητικά την πορεία της επιχείρησής τους. Το 28,5% των ιδρυτών θεωρούν πως η πανδημία είχε (μερικώς ή απόλυτα) θετική επίδραση στην εξέλιξη της εταιρείας τους, ενώ το 22,8% δήλωσαν ότι δεν είχε καμία επίδραση.
Τα “μπόνους”
Η έρευνα της διαΝΕΟσις, προκειμένου να αναδείξει τις ευκαιρίες για την τοπική οικονομία από την ανάπτυξη των Startups, πλαισιώνει τα παραπάνω ευρήματα με στοιχεία από προηγούμενες έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί, αλλά και από το νεοϊδρυθέν Μητρώο Νεοφυών Επιχειρήσεων (Elevate Greece) της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτές τις πηγές προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι σε Startups αμείβονται με αρκετά ανταγωνιστικούς μισθούς, ενώ 4 στους 10 λαμβάνουν επίσης μετοχές της εταιρείας στο πλαίσιο των παροχών τους, συν ότι το 2021 οι 10 κορυφαίες ελληνικές Startups συγκέντρωσαν το τετραπλάσιο ποσό χρηματοδότησης από αυτό που έλαβαν οι αντίστοιχες 10 τοπ του 2020, ύψους περίπου 398 εκατ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, η έρευνα παραθέτει ορισμένες λειτουργικές πρακτικές που εφαρμόζονται από δέκα χώρες (9 ευρωπαϊκές και το Ισραήλ), εξηγώντας αναλυτικά τα φορολογικά κίνητρα που έδωσε σε επενδυτές το Ηνωμένο Βασίλειο, τις πολιτικές προσέλκυσης επενδυτών στο Ισραήλ, τη δημιουργία ανεξάρτητου από τα πανεπιστήμια κέντρου ερευνών στη Γερμανία, την προσέλκυση εταιρειών για τεστάρισμα πρωτότυπου προϊόντος στην Ολλανδία, τα κίνητρα για την προσέλκυση ταλέντων που θέσπισε η Εσθονία, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες της Ιρλανδίας, καθώς και την ανανέωση των κέντρων επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Τέλος, η μελέτη καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής για την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών Startups, αλλά και σε έναν οδηγό με πολλές πηγές πληροφόρησης για τους ίδιους τους επίδοξους ιδρυτές τέτοιων επιχειρήσεων.
Η ιδέα των Startups δείχνει να ταιριάζει στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, καθώς συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων που είναι ζητούμενα για την εξέλιξη του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου, αξιοποιώντας εξειδικευμένη γνώση, και αφορούν τομείς σε μεγάλη ανάπτυξη διεθνώς. Επομένως, από αυτή τη σκοπιά, η υγιής ανάπτυξή τους φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική και ευρύτερη οικονομική ευκαιρία για τη χώρα και για την κουλτούρα των τοπικών επιχειρήσεων.