H ερευνήτρια Κατερίνα Χριστοπούλου, Γεωλόγος, MSc Οικολογίας & Χημεία Περιβάλλοντος και Υποψήφια Διδάκτωρ του Τμήματος Οικονομίας και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Επιστημονική Συνεργάτης του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών "Δημόκριτος", που συμμετέχει στο πρόγραμμα αναθεώρησης του Κόκκινου καταλόγου της Ελλάδας που ξεκίνησε ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) σε συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (IUCN) μιλάει στο ESG+ Stories για την εμπειρία που αποκόμισε από το έργο, για την διαδικασία καταγραφής καθώς και για τα αποτελέσματα. Αξίζει να σημειωθεί πως στο έργο συμμετέχουν η Ελληνική Βοτανική Εταιρεία και η Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία.
1. Πώς σας φάνηκε η εμπειρία αξιολόγησης με βάση τα κριτήρια του Κόκκινου Καταλόγου της IUCN;
Ήταν εξαιρετικά χρήσιμη γιατί είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε σε ομάδες μαζί με άλλα άτομα με παρόμοια ή μεγαλύτερη από εμάς εμπειρία πάνω στα φυτικά είδη. Παρατηρήσαμε τον διαφορετικό τρόπο εργασίας των υπόλοιπων αξιολογητών ώστε να διαμορφώσουμε ένα μοτίβο εργασίας για τις υπόλοιπες αξιολογήσεις που έχουμε να κάνουμε αλλά και για μελλοντική εργασία πάνω σε παρόμοιο θέμα. Η IUCN με τη δημιουργία των κριτηρίων αυτών έχει καταφέρει να φτιάξει ένα κοινό σύστημα αξιολόγησης ειδών, που μπορεί να μην είναι τέλειο και να αδικεί ή να ευνοεί κάποια είδη, αλλά τουλάχιστον τέτοιου είδους εργασίες συμβάλλουν στη γνώση και στη προστασία της βιοποικιλότητας σε ένα κόσμον συνεχούς και αδιάκοπης ανθρώπινης εξάπλωσης.
2. Με ποια είδη ασχοληθήκατε και ποια είναι τα πρώτα αποτελέσματα της αξιολόγησης;
Προσωπικά ασχολήθηκα με ενδημικά και μη-ενδημικά είδη που ανήκουν στο γένος Nepeta. Το γένος Nepeta ανήκει στην οικογένεια Lamiaceae και περιλαμβάνει είδη που έχουν αρωματικές ή/και εντομοαπωθητικές ιδιότητες μιας και είναι πλούσια σε αιθέρια έλαια και χρησιμοποιούνταν ιστορικά για αυτούς τους σκοπούς. Η εργασία μου περιέλαβε τα ενδημικά είδη Nepeta camphorata, Nepeta hystrix, Nepeta melissifolia, Nepeta orphanidea και Nepeta scordotis. Θα ήθελα να σταθώ στο είδος Nepeta orphanidea. Το είδος αυτό, που πήρε το όνομά του προς τιμήν του μεγάλου βοτανολόγου Θεόδωρου Ορφανίδη, ζει σε μια έκταση 12 τετραγωνικών χιλιομέτρων στον Πάρνωνα, σε βραχώδη και ορεινά οικοσυστήματα.
Δεδομένα για τον πληθυσμό του είδους δείχνουν πως αποτελείται από 900 εώς 2.000 άτομα και απειλείται κυρίως από την εκδήλωση πυρκαγιών αλλά και τις μεταβολές στο περιβάλλον που ζει τόσο λόγω της ανθρώπινης παρουσίας όσο και λόγω της κλιματικής αλλαγής, που ειδικά στις ορεινές περιοχές έχει αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή. Το είδος αυτό αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Απειλούμενο (Near threatened) μιας και η έκταση της εξάπλωσης του θα μπορούσε να το κατατάξει σε μια κατηγορία κινδύνου. Ωστόσο, κάποιοι παράγοντες οδηγούν στο να μην χρειάζεται το είδος να εισαχθεί -ακόμα- σε μια κατηγορία κινδύνου, όπως ο αριθμός των ατόμων του πληθυσμού του καθώς και η περιοχή που διαβιεί, που είναι μια περιοχή του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 [GR2520006-Όρος Πάρνωνας (και περιοχή Μαλέβης)] που δεν κινδυνεύει σε μεγάλο βαθμό από τις ανθρώπινες κατασκευές (π.χ. δεν προβλέπεται η ανέγερση αιολικού πάρκου στην περιοχή, κάτι που εξαφάνιζε το είδος του φυτού αυτού). Το ότι το είδος αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Απειλούμενο δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να προστατευθεί. Αρχικά πρέπει να μελετηθεί τόσο για να επιβεβαιωθεί η ακριβής περιοχή εξάπλωσής του αλλά και το μέγεθος του πληθυσμού του. Επιπλέον, πρέπει να αξιολογηθεί η τάση του πληθυσμού του, δηλαδή αν μεγαλώνει ή αν συρρικνώνεται. Η συστηματική μελέτη του είδους θα μας βοηθήσει να βρούμε και τρόπους να το προστατέψουμε μιας και, εκτός των άλλων λόγων για προστασία, είναι και ένα πολύ όμορφο φυτό.
3. Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη διαδικασία καταγραφής και αξιολόγησης;
Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα στην αξιολόγηση των ειδών φυτών που ανέλαβα ήταν η έλλειψη στοιχείων ειδικά σχετικά με τους πληθυσμούς των ειδών αυτών, μιας και η μελέτη των φυτικών οργανισμών διαφέρει από τη μελέτη των ζωικών οργανισμών. Αρχικά, οι φυτικοί οργανισμοί παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη δυσκολία στο να μετρηθούν τα άτομα των πληθυσμών τους. Επιπλέον, μπορεί στα φυτά να μην υπάρχει η δυνατότητα μετακίνησης όπως στα ζώα αλλά πολλά ειδικά ενδημικά είδη, μπορεί να βρίσκονται σε τόσο δύσβατα σημεία που να μην μπορεί να τα φτάσει ο άνθρωπος και έτσι να αδυνατεί να τα μελετήσει. Μια επιπρόσθετη δυσκολία έχει να κάνει με την ταξινομική των φυτών, αφού κάποια από τα είδη που κληθήκαμε να αξιολογήσουμε είχαν αλλάξει όνομα ή είχαν αξιολογηθεί με άλλο όνομα ή δύο είδη είχαν διαφορετικά ονόματα γιατί θεωρήθηκε πως είναι διαφορετικά ενώ τελικά πρόκειται για το ίδιο είδος.
4. Πόσο σημαντική θεωρείτε ότι είναι η εν προκειμένω διαδικασία αξιολόγησης για την Ελλάδα;
Η Ελλάδα είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες σε βιοποικιλότητα χώρες στον κόσμο. Παρ' όλα αυτά είναι χαμηλά στη κατάταξη σε σχέση με το ενδιαφέρον, τη γνώση και την επιθυμία της Πολιτείας και του απλού κόσμου να προστατεύσει αυτόν τον θησαυρό που διαθέτει η χώρα. Ποσοτικοποιώντας με έναν τέτοιο τρόπο ποια είδη της ελληνικής χλωρίδας και πανίδας κινδυνεύουν είναι πιο εύκολο να ασκηθούν πιέσεις στην Πολιτεία για να λάβει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά και να αποτρέψει την ανθρωπογενή ανάπτυξη σε περιοχές που χρίζουν προστασίας. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό γίνεται πιο σαφής και προσιτή η γνώση για τον πολίτη που μπορεί αν μάθει για αυτά τα είδη να ευαισθητοποιηθεί.
H ερευνήτρια και Γεωλόγος, Κατερίνα Χριστοπούλου, μιλάει στο ESG+ Stories για την εμπειρία που αποκόμισε από το έργο για την Αναθεώρηση του Κόκκινου Βιβλίου, για τη διαδικασία καταγραφής καθώς και για τα αποτελέσματα.