Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι από το 2032 θα επιβάλλει πολύ αυστηρά όρια στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν τον άνθρακα, ένα μέτρο που θα βοηθήσει τις ΗΠΑ να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
.
Η ρύθμιση αυτή, που αφορά επίσης τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο και τα οποία θα κατασκευαστούν στο μέλλον, βασίζεται στην τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, που δεν είναι ακόμη διαδεδομένη, αλλά στην οποία η κυβέρνηση Μπάιντεν βασίζεται πολύ.
Πρόκειται για "τεράστιες" ανακοινώσεις που "μας βοηθούν να προχωρήσουμε στη μάχη κατά της κλιματικής κρίσης", εκτίμησε ο Άλι Ζάιντ σύμβουλος για το Κλίμα του Δημοκρατικού προέδρου.
"Ο ενεργειακός τομέας διαθέτει σήμερα περισσότερα εργαλεία από ποτέ για να μειώσει τη ρύπανση που προκαλεί", πρόσθεσε.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ευθύνεται περίπου για το ένα τέταρτο των αερίων του θερμοκηπίου που παράγουν οι ΗΠΑ και αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη αιτία ρύπανσης μετά τον τομέα των μεταφορών.
Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω άνθρακα, που θα συνεχίσουν να λειτουργούν μετά το 2039, θα πρέπει από το 2032 να δεσμεύουν και να αποθηκεύουν το 90% των εκπομπών τους σε διοξείδιο του άνθρακα. Εξάλλου τα νέα εργοστάσια που θα λειτουργούν με φυσικό αέριο θα πρέπει να συλλέγουν το 90% του διοξειδίου του άνθρακα που παράγουν από το 2032.
Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αφορούν τα ήδη υπάρχοντα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω φυσικού αερίου, για τα οποία θα υιοθετηθεί διαφορετικός κανονισμός.
Οι νέοι κανόνες θα επιτρέψουν να μην εκλυθούν στην ατμόσφαιρα σχεδόν 1,4 δισεκ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακα ως το 2047, ποσότητα ίση με τις ετήσιες εκπομπές 328 εκατ. αυτοκινήτων, ανακοίνωσε η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA).
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ ΜΠΕ
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ευθύνεται περίπου για το ένα τέταρτο των αερίων του θερμοκηπίου που παράγουν οι ΗΠΑ και αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη αιτία ρύπανσης μετά τον τομέα των μεταφορών.