Τα ανεπτυγμένα κράτη πρέπει να τηρήσουν την υπόσχεσή τους να παρέχουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για να βοηθήσουν τις χώρες των αναδυόμενων αγορών να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με τον Majid Al Suwaidi, γενικό διευθυντή της συνόδου κορυφής για το κλίμα COP28, η οποία θα πραγματοποιηθεί φέτος στο Ντουμπάι.
.
Ο κόσμος απέχει πολύ από την εκπλήρωση των κλιματικών στόχων του 2030 που καθορίστηκαν στη Συμφωνία του Παρισιού και η κινητοποίηση πόρων για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι ζωτικής σημασίας για την εκπλήρωσή τους, τόνισε, όπως μεταδίδει το Bloomberg.
Παράλληλα, σημείωσε πως «πρέπει να επενδύσουμε γενικά σε κάθε είδους λύση που θα μας επαναφέρει σε καλό δρόμο». «Πρέπει να παραδοθούν αυτά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος,» κατέληξε ο Al Suwaidi.
Η τύχη της Συμφωνίας του Παρισιού
Υπενθυμίζεται ότι στο επίκεντρο της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα βρίσκονται δύο κεντρικοί στόχοι. Ο πρώτος είναι να μην αυξηθούν οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα μέχρι το τέλος του αιώνα. Ο δεύτερος και πιο φιλόδοξος στόχος είναι να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας σε μόλις 1,5 βαθμό, κάτι που οι επιστήμονες λένε ότι θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν μερικές από τις πιο καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Ένα μέρος των ειδικών επιστημόνων εκτιμά ότι ακόμη ο κόσμος βρίσκεται σε καλό δρόμο ώστε η άνοδος της θερμοκρασίας να φτάσει περίπου τους 2,5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100. Άρα ότι υπάρχει ακόμη χρόνος…Έτσι, για να διατηρηθεί ζωντανός οποιοσδήποτε από αυτούς τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, οι χώρες πρέπει να κάνουν περισσότερα από τις τρέχουσες δεσμεύσεις τους για τη μείωση των εκπομπών – κυρίως μειώνοντας τη χρήση ορυκτών καυσίμων και αναπτύσσοντας περισσότερο την ηλιακή, αιολική και άλλες μορφές ΑΠΕ.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η σύνοδος των G20 ολοκληρώθηκε χωρίς να καταλήξει σε συμφωνία που θα δέσμευε τα μέλη του συνασπισμού να μειώσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, ούτε να δεσμευτούν για τριπλασιασμό της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, μόνο καλός οιωνός δεν είναι. Οι G20 απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό επειδή αρκετές μεγάλες χώρες παραγωγής ορυκτών καυσίμων ενώθηκαν με τη Σαουδική Αραβία για να αντιταχθούν σε αυτές, όπως αναφέρουν οι Financial Times και το Reuters. Μεταξύ εκείνων που αντιτίθενται ήταν η Ρωσία, η Κίνα, η Νότια Αφρική και η Ινδονησία.
Και αυτό την ώρα που αρκετοί αναλυτές, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κράτη πρέπει να δαπανήσουν πάνω από τρεις φορές περισσότερα για καθαρή ενέργεια από ό, τι κάνουν σήμερα για να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050 ώστε να έχουν οποιαδήποτε πιθανότητα να διατηρήσουν ζωντανό τον στόχο του 1,5 βαθμού της συμφωνίας του Παρισιού.
Πάντως, το αποτέλεσμα της συνάντησης υποδηλώνει ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα, οι δύο μεγαλύτεροι συνεισφέροντες στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα δυσκολευτούν να βρουν κοινό έδαφος στην πολιτική για το κλίμα, ακόμη και όταν οι δύο υπερδυνάμεις προσπαθούν να βελτιώσουν τις κακές σχέσεις τους.
Μάλιστα η Κίνα έχει διαδραματίσει αντιφατικό ρόλο στην παγκόσμια προσπάθεια για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Ενώ αυξάνει τη χρήση ενέργειας από άνθρακα είναι την ίδια ο παγκόσμιος leader στην καθαρή ενέργεια, εγκαθιστώντας τέσσερις φορές περισσότερες ΑΠΕ από τις ΗΠΑ πέρυσι με εντυπωσιακή νέα χωρητικότητα 141 GW.
Πέραν αυτού όμως και τη στιγμή που οι συνθήκες επιβάλουν «συναγερμό» και συλλογική δράση για τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, μια συμφωνία των κρατών για τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων παραμένει ένα άπιαστο όνειρο. Όπως συνέβη και στην COP27, που πραγματοποιήθηκε στην Αίγυπτο πέρυσι, και η οποία έληξε χωρίς συμφωνία ακόμη και για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων.