H απαλλαγή της παγκόσμιας οικονομίας από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μπορεί να επιμεριστεί ως εξής: το να ηλεκτροδοτηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες δραστηριότητες, το να χρησιμοποιηθούν διαδικασίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, καθώς και να παράγεται ηλεκτρική ενέργεια χωρίς ρύπους. Τα καλά νέα είναι ότι αυτό συμβαίνει. Τα κακά νέα είναι ότι δεν συμβαίνει αρκετά γρήγορα για να διακόψει την υπερθέρμανση. Πρόσφατες αναφορές από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΔΥΕ) και την Goldman Sachs αποτυπώνουν με σαφήνεια την κλίμακα του ελλείμματος. Παρά το ότι η ηλιακή ενέργεια και οι προμήθειες μπαταριών έχουν αυξηθεί μαζικά, δεν ισχύει το ίδιο για την επέκταση των ηλεκτροδοτικών δικτύων ή την ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης μεγάλης διάρκειας, πράσινου υδρογόνου και αφαίρεσης διοξειδίου του άνθρακα. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και γαιάνθρακα δεν έφθασε ακόμη στο ανώτατο σημείο της. Αρα, θα είναι τεράστιος ο αντίκτυπος στη θερμοκρασία του πλανήτη και το κόστος προσαρμογής σε πλημμύρες, καταιγίδες, καύσωνες και ερημοποίηση.
Το βασικό σενάριο της ΔΥΕ προβλέπει ότι η ζήτηση και για τα τρία ορυκτά καύσιμα θα φθάσει στο αποκορύφωμά της έως το 2030. Η Goldman βλέπει μία αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου μέχρι τη δεκαετία του 2030, ενώ οι καταναλωτές θα καίνε περισσότερο φυσικό αέριο μέχρι και τη δεκαετία του 2040. Η Goldman είχε προβλέψει το 2021 ότι ο γαιάνθρακας θα αντιπροσώπευε το 23% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2030 έναντι 28% σήμερα. Επιπροσθέτως, οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα επηρεάσουν την ταχύτητα της πράσινης μετάβασης. Η θερμοκρασία της Γης θα αυξηθεί κατά 3,1 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, εάν οι κυβερνήσεις δεν κινητοποιηθούν πιο ενεργά, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Αυτό είναι πολύ πάνω από τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015. Ωστόσο, υπάρχουν φωτεινά σημεία. Η παραγωγική ικανότητα των ηλιακών συλλεκτών έχει εξαπλασιαστεί την τελευταία πενταετία και θα αυξηθεί κατά ένα τρίτο ακόμη έως το 2030, σύμφωνα με τη ΔΥΕ, ενώ στις μπαταρίες ιόντων λιθίου η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα θα υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2030.
Εντούτοις, η ΔΥΕ υπολογίζει ότι τα εργοστάσια μπαταριών θα λειτουργούν με λίγο περισσότερο από το 60% της χωρητικότητάς τους, ενώ οι ηλιακές εγκαταστάσεις δεν θα διαχειρίζονται ούτε το 50% της δυνητικής τους παραγωγής. Η σιωπηλή ζήτηση για πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων εκτός Κίνας θα σταματήσει την παραγωγή μπαταριών στο μέγιστο, διότι καθυστερεί η ανάπτυξη αξιόπιστων συστημάτων φόρτισης, λέει ο Μισέλ Ντελαβίνια της Goldman. Συν τοις άλλοις, ένα σημαντικό εμπόδιο ως προς την ηλιακή ενέργεια είναι ότι οι χώρες δεν αναβαθμίζουν τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας αρκετά γρήγορα. Επειδή, όμως, o ήλιος δεν λάμπει πάντα ούτε κι ο άνεμος φυσάει, το μείζον ζήτημα είναι ο τρόπος αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Οι ειδικοί στην κλιματική αλλαγή έτρεφαν μεγάλες ελπίδες για το πράσινο υδρογόνο. Με τη χρήση ΑΠΕ διασπάται το νερό σε υδρογόνο και οξυγόνο. Η καύση του υδρογόνου απελευθερώνει ενέργεια, που μπορεί να μετατραπεί σε ηλεκτρική. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο ακριβό να παραχθεί από το «ρυπογόνο» υδρογόνο. Αν και οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν να επιδοτήσουν το πράσινο υδρογόνο, ορισμένες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, άργησαν να ολοκληρώσουν τη δράση τους. Πριν από τρία χρόνια η Goldman οραματίστηκε το υδρογόνο να προσφέρει το 20% της απαλλαγής από τους ρύπους παγκοσμίως, έναντι 12% σήμερα. Τέλος, ακόμη μια μεγάλη απογοήτευση ήταν η αργή ανάπτυξη της δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCUS), μια τεχνολογία που σταματάει τη διαφυγή του στην ατμόσφαιρα.
Πηγή: Καθημερινή
Χιούγκο Ντίξον, Αρθρογράφος BreakingViews Reuters