Η ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων, η πολυπλοκότητα και η οξύτητά τους απαιτεί πλέον μία διαφορετική προσέγγιση, όπως αναφέρει μεταξύ άλλων στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο αναπληρωτής διευθυντής Ευρώπης του Παγκόσμιου Δικτύου Πόλεων για την Κλιματική Αλλαγή C40 Cities, Στέλιος Διακουλάκης.
.
Συμμετέχοντας εδώ και 5μιση χρόνια στο C40 Cities, ένα παγκόσμιο δίκτυο που αριθμεί περίπου 100 πόλεις που συνεργάζονται στενά για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ο κ. Διακουλάκης συνεργάζεται στενά με τις 18 ευρωπαϊκές πόλεις του δικτύου και συντονίζει τις δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν καθώς και την τεχνική υποστήριξη που λαμβάνουν.
«Πρόκειται για τις μεγαλύτερες πληθυσμιακά πόλεις στον πλανήτη, ενώ από την Ελλάδα, μόνο ο δήμος της Αθήνας αποτελεί μέλος. Υποστηρίζουμε τις πόλεις-μέλη μας στην προώθηση δράσεων σε μια ευρεία γκάμα θεμάτων και στόχο έχουμε να αναδείξουμε τον σημαντικό ρόλο που παίζουν συνολικά οι πόλεις στη μάχη του κλίματος και να ενισχύσουμε τις προσπάθειες τους για αύξηση των αρμοδιοτήτων και της χρηματοδότησης τους σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα στην Αθήνα, υποστηρίξαμε το δήμο στην διαμόρφωση ολοκληρωμένης κλιματικής στρατηγικής που δημοσιεύθηκε το 2022 και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε φάση υλοποίησης», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Διακουλάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Διακουλάκη, οι πόλεις για να μπορούν να ενισχύσουν την προστασία τους από τις κλιματικές απειλές και να γίνουν πιο ανθεκτικές, πρέπει καταρχάς να γνωρίζουν καλά το πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Δηλαδή, από τι κινδυνεύουν περισσότερο, ποιες περιοχές και πληθυσμοί είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι, τι μέτρα έχουν εφαρμοστεί στο παρελθόν και ποιος ο βαθμός επιτυχίας τους, τι ελλείψεις έχουν και τι μέσα διαθέτουν, ποιοι είναι οι φορείς με τους οποίους κατά προτεραιότητα πρέπει να συνεργαστούν κλπ. «Μέσω της αξιοποίησης στοιχείων, δεδομένων και της πρότερης εμπειρίας θα είναι σε θέση να αξιολογήσουν σωστά και ολοκληρωμένα τους κλιματικούς κινδύνους -είτε πρόκειται για πλημμύρες ή για καύσωνες ή για έντονες ξηρασίες κοκ- και στη βάση αυτής της καταγραφής, να αναπτύξουν συγκεκριμένα σχέδια δράσης που θα διασφαλίσουν την αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτών αλλά και των υποδομών», σημειώνει ο κ. Διακουλάκης.
Ωστόσο, όπως εξηγεί, η πολυπλοκότητα, οξύτητα και ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων απαιτεί πλέον μία διαφορετική προσέγγιση. «Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε με τις ίδιες συνταγές. Και αυτό, φυσικά, δεν αφορά μόνο τους δήμους αλλά το σύνολο των φορέων που έχουν την ευθύνη της πρόληψης και αντιμετώπισης των κρίσεων και κλιματικών απειλών. Ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ του κεντρικού κράτους και των περιφερειακών/τοπικών αρχών, η αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου σε ό,τι αφορά τις ευθύνες και αρμοδιότητες του κάθε φορέα, και η ενίσχυση -σε πόρους και τεχνογνωσία- των δήμων αποτελούν επίσης βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση πιο ανθεκτικών και βιώσιμων πόλεων», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Διακουλάκης.
Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής
Σύμφωνα με τον κ. Διακουλάκη, ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ κρίσιμος, αν και, όπως τονίζει, «όχι ακόμα ιδιαίτερα αναγνωρισμένος στην Ελλάδα όπου έχουμε την κυριαρχία του κεντρικού κράτους».
«Καταρχάς, τα περιθώρια μείωσης των εκπομπών από τις παρεμβάσεις και επενδύσεις που θα υλοποιηθούν σε τοπικό επίπεδο σε κρίσιμους τομείς -την αστική κινητικότητα με έμφαση στα μαζικά μέσα μεταφοράς, την ηλεκτροκίνηση, τους ποδηλατόδρομους, τη σύγχρονη διαχείριση αποβλήτων, την ενίσχυση πρασίνου, την ενεργειακή αναβάθμιση υποδομών κά- είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Επομένως, οι δήμοι θα πρέπει να έχουν λόγο τόσο στο σχεδιασμό όσο και την υλοποίηση των σχετικών δράσεων. Επιπλέον, οι δημοτικές αρχές πρέπει να αξιοποιήσουν την κομβική τους θέση και να συνεργαστούν συστηματικά με τους τοπικούς φορείς -επιχειρήσεις, εκπαιδευτικά ιδρύματα, ΜΚΟ, συνδικαλιστικές οργανώσεις- για την από κοινού προώθηση των κλιματικών στόχων. Έχουμε πολλά παραδείγματα πόλεων στο εξωτερικό που έχουν συνάψει δομές συνεργασίας και συμφωνίες-πλαίσιο, με στόχο να φέρουν τους δήμους πιο κοντά σε δυναμικούς φορείς και κοινωνικές ομάδες, να τους καταστήσουν συμμάχους στην υλοποίηση της στρατηγικής τους και να συμβάλλουν στην ευρύτερη κινητοποίηση της κοινωνίας», σημειώνει ο κ. Διακουλάκης τονίζοντας ότι «το μόνο βέβαιο είναι ότι κανείς μόνος δεν μπορεί να σώσει τον πλανήτη - απαιτούνται συνέργειες και συντονισμός».
Παράλληλα ο κ. Διακουλάκης δίνει έμφαση στην ανάγκη που υπάρχει για υλοποίηση δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης από τους δήμους.
«Οι δήμοι, ως πλησιέστερη αρχή στον πολίτη, καλούνται να αναλάβουν δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, να εξηγήσουν στους πολίτες τους κινδύνους που διατρέχουμε αλλά και τα οφέλη από την κλιματική δράση, και να συμβάλουν στην προώθηση ενός νέου προτύπου ζωής που σέβεται το περιβάλλον και τους περιορισμένους πόρους του πλανήτη και στηρίζεται σε έννοιες όπως κυκλική οικονομία, βιώσιμη διατροφή, μείωση της κατανάλωσης και του οικολογικού αποτυπώματος», υπογραμμίζει ο κ. Διακουλάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Διακουλάκη το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να απουσιάζει από την ατζέντα της τοπικής αυτοδιοίκησης ωστόσο, όπως επισημαίνει, «το ερώτημα είναι πώς ακριβώς προσεγγίζεται το θέμα και κατά πόσο υπάρχει η βούληση να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες προκλήσεις με ολοκληρωμένο και δραστικό τρόπο και όχι αποσπασματικά με μεμονωμένες -και μειωμένου αντίκτυπου- δράσεις. Δεν μπορούμε πλέον να αρκούμαστε σε πρωτοβουλίες και καμπάνιες ανακύκλωσης ή δεντροφύτευσης που, χωρίς να τις υποτιμώ, δεν συμβαδίζουν με το μέγεθος της κρίσης που βιώνουμε. Όλοι πλέον καλούνται να κάνουν περισσότερα και να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Και από τη μία οι δημοτικές αρχές να μην κρύβονται πίσω από τη σύγχυση αρμοδιοτήτων ή τον φαινομενικά περιορισμένο ρόλο τους, αλλά και από την άλλη το κεντρικό κράτος να ενισχύσει ουσιαστικά την τοπική αυτοδιοίκηση και να αναγνωρίσει έμπρακτα τους δήμους ως ισχυρούς συμμάχους στην μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής», επισημαίνει ο κ. Διακουλάκης.
Όπως αναφέρει «πριν από 10 χρόνια κανείς δεν θεωρούσε ότι οι πόλεις έχουν κάτι να προσφέρουν στη συζήτηση αυτή, σήμερα, η όξυνση του φαινομένου και η ανάγκη πολύπλευρης δράσης και κινητοποίησης καθιστά σαφές ότι κανείς δεν περισσεύει στη μάχη αυτή. Οι δήμαρχοι και οι τοπικές αρχές έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη μείωση των εκπομπών, την προστασία των πολιτών και την ανάπτυξη των πόλεων με τρόπο βιώσιμο και δίκαιο. Και επίσης, μέσα από τη δράση τους, μπορούν να δώσουν το καλό παράδειγμα, να εμπνεύσουν και, με σύμμαχο την κοινωνία, να πιέσουν τα κράτη και τις εθνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν πιο αποφασιστική δράση κατά της κλιματικής αλλαγής».
Ειδική δομή εντός των δήμων για τη διαχείριση εκτάκτων αναγκών
Σημαντικός είναι ο ρόλος των δήμων, σύμφωνα με τον κ. Διακουλάκη για τον μετριασμό των επιπτώσεων των ακραίων καιρικών φαινομένων. Όπως εξηγεί, «η ύπαρξη ειδικής δομής εντός των δήμων για τη διαχείριση έκτακτων αναγκών και το συντονισμό των διαφόρων υπηρεσιών αλλά και εξωτερικών φορέων κρίνεται επίσης απαραίτητη για το μετριασμό των επιπτώσεων ακραίων φαινομένων» ενώ προσθέτει ότι ο ρόλος των δήμων είναι σημαντικός καθώς διαθέτουν πιο εξειδικευμένη γνώση των ιδιαιτεροτήτων των επιμέρους περιοχών, όπως για παράδειγμα την ποιότητα των υποδομών, τη συγκέντρωση ευάλωτων πληθυσμών κλπ, και μπορούν να διασφαλίσουν ότι ο συναγερμός - αλλά και η παροχή προστασίας - θα φτάσει παντού.
Αναφορικά με τις πλημμύρες που έπληξαν πρόσφατα κυρίως τη Θεσσαλία αλλά και τη Στερεά Ελλάδα, ο κ. Διακουλάκης τονίζει ότι μπορούν να γίνουν δράσεις «όχι μόνο στο πλαίσιο της πρόληψης και ανάπτυξης μακροπρόθεσμων σχεδίων ανθεκτικότητας αλλά και στη διαχείριση της κρίσης με περαιτέρω βελτίωση των πρωτοκόλλων έκτακτης ανάγκης και συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Και σε αυτόν τον τομέα».
Τέλος ο. Διακουλάκης σημειώνει ότι «είναι σημαντικό να αναφερθούν και οι έντονες ανισότητες που παρατηρούνται εντός των ίδιων των πόλεων, ιδίως στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, που καθιστούν κάποιες περιοχές πιο ευάλωτες σε σχέση με άλλες, και είναι ευθύνη των δήμων να επικεντρώσουν τη δράση τους ανάλογα. Γιατί, μην ξεχνάμε, πως τα ακραία φαινόμενα - οι πλημμύρες, οι καύσωνες κλπ - εντείνουν τις ανισότητες καθώς πλήττουν δυσανάλογα περισσότερο τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, αυτούς που ζουν σε υποβαθμισμένες κατοικίες κλπ. Επομένως, μπαίνει και μια διάσταση κοινωνικής δικαιοσύνης σε ότι αφορά τις δράσεις προστασίας από τις κλιματικές απειλές».
Σύμφωνα με τον κ. Διακουλάκη, οι πόλεις για να μπορούν να ενισχύσουν την προστασία τους από τις κλιματικές απειλές και να γίνουν πιο ανθεκτικές, πρέπει καταρχάς να γνωρίζουν καλά το πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν.