Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη μέρα που εκπονήθηκε ένα τολμηρό σχέδιο που μόνο του σκοπό είχε να σκορπίσει αμφιβολίες και να πείσει τον κόσμο ότι η κλιματική αλλαγή δεν ήταν κάποιο σπουδαίο πρόβλημα για το οποίο θα έπρεπε να ανησυχεί. Αυτή η -ελάχιστα γνωστή μέχρι σήμερα- συνάντηση που έφερε αυτό το σχέδιο στη ζωή, δημιούργησε μια επιτυχημένη στρατηγική που κράτησε για χρόνια και οι συνέπειες της οποίας είναι παντού γύρω μας. Ένα “καταστροφικό” meeting που έγινε μεταξύ μίας ιδιοφυίας στον χώρο των δημοσίων σχέσεων και μερικών από τους σημαντικότερους βιομηχανικούς κολοσσούς των ΗΠΑ.
.
Μια μέρα, λοιπόν, στις αρχές του φθινοπώρου του 1992, ο Ε. Μπρους Χάρισον, ο άνθρωπος που αναγνωρίζεται ευρέως ως ο πατέρας των δημοσίων σχέσεων στον τομέα του περιβάλλοντος, σηκώθηκε σε μια αίθουσα γεμάτη από CEO επιχειρήσεων και έδωσε ίσως την καλύτερη παράσταση της ζωής του.
Εκείνη τη στιγμή διακυβευόταν ένα συμβόλαιο αξίας μισού εκατομμυρίου δολαρίων ετησίως. Ο υποψήφιος πελάτης, ο Παγκόσμιος Συνασπισμός για το Κλίμα (GCC) -που αντιπροσώπευε τις βιομηχανίες πετρελαίου, άνθρακα, αυτοκινήτων, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, χάλυβα και σιδηροδρόμων- αναζητούσε έναν συνεργάτη επικοινωνίας για να αλλάξει το αφήγημα για την κλιματική αλλαγή.
Ο Ντον Ρημ και ο Τέρι Γιόσι, δύο από τα μέλη της ομάδας του Χάρισον που ήταν παρόντες εκείνη την ημέρα, έσπασαν τη σιωπή τους και μίλησαν για πρώτη φορά στο BBC.
“Όλοι ήθελαν να λάβουν επικοινωνιακά την Global Climate Coalition”, θα αποκαλύψει χαρακτηριστικά ο Ρημ.
Το GCC είχε δημιουργηθεί μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, ως ένα φόρουμ όπου οι συμμετέχοντες θα αντάλλασσαν πληροφορίες και θα ασκούσαν πίεση στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ενάντια στον περιορισμό των εκπομπών ορυκτών καυσίμων.
Αν και οι επιστήμονες σημείωναν ταχεία πρόοδο στην κατανόηση της κλιματικής αλλαγής και γινόταν όλο και πιο σημαντικό ως πολιτικό ζήτημα, στα πρώτα χρόνια του ο συνασπισμός είδε ελάχιστους λόγους ανησυχίας. Ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ήταν πρώην άνθρωπος των πετρελαϊκών εταιρειών και όπως είπε στο BBC το 1990 ανώτερος εκπρόσωπος των συμφερόντων, το μήνυμά του για το κλίμα ήταν ίδιο με το μήνυμα του GCC:
Δεν θα υπήρχαν υποχρεωτικές μειώσεις ορυκτών καυσίμων.
Όλα αυτά όμως θα άλλαζαν το 1992. Τον Ιούνιο εκείνου του έτους, η διεθνής κοινότητα δημιούργησε ένα πλαίσιο δράσης για το κλίμα και οι προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου έφεραν τον αφοσιωμένο περιβαλλοντολόγο Αλ Γκορ στον Λευκό Οίκο ως αντιπρόεδρο. Ήταν σαφές ότι η νέα διοίκηση θα προσπαθούσε να μειώσει τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Έτσι, αυτός ο συνασπισμός κατάλαβε ότι χρειαζόταν επικοινωνιακή βοήθεια στη στρατηγική του και άρχισε να κάνει διαγωνισμούς για να βρει τον κατάλληλο ανάδοχο δημοσίων σχέσεων.
Ελάχιστοι εκτός του χώρου των δημοσίων σχέσεων μπορεί να είχαν ακούσει για τον Ε. Μπρους Χάρισον ή την ομώνυμη εταιρεία που διοικούσε από το 1973, παρότι είχε ήδη εκπονήσει μια σειρά από καμπάνιες για μερικές από τις μεγαλύτερες ρυπογόνες εταιρείες των ΗΠΑ.
Είχε εργαστεί για τη χημική βιομηχανία δυσφημίζοντας τις έρευνες που είχαν γίνει σχετικά με την τοξικότητα των φυτοφαρμάκων. Είχε επίσης εργαστεί για την καπνοβιομηχανία και πρόσφατα είχε πραγματοποιήσει εκστρατεία κατά των αυστηρότερων προτύπων εκπομπών για τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες. Ο Χάρισον είχε φτιάξει μια εταιρεία που θεωρούνταν μια από τις καλύτερες του είδους.
Η ιστορικός των Media, Μελίσα Άροντζικ, η οποία πήρε συνέντευξη από τον Χάρισον λίγο πριν πεθάνει το 2021, λέει ότι ήταν ο “κεντρικός μοχλός” για τους πελάτες του, διασφαλίζοντας ότι όλοι θα είχαν την ίδια θέση.
“Ήταν κορυφαίος σε αυτό που έκανε”, λέει.
Ο Τέρι Γιόσι ο οποίος είχε γίνει πρόσφατα αντιπρόεδρος του American Petroleum Institute, θυμάται ότι ο Χάρισον ξεκίνησε τη “μάχη” του για να κερδίσει το συμβόλαιο, υπενθυμίζοντας στο meeting τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ο ίδιος στην καταπολέμηση των μεταρρυθμίσεων που προσπάθησαν να γίνουν στον χώρο του αυτοκινήτου.
Στη συνέχεια εξήγησε ότι με αυτές τις τακτικές που ακολούθησε τότε, θα κατάφερνε και τώρα να νικήσει τις ρυθμίσεις για το κλίμα που επρόκειτο κάποιοι να φέρουν στο τραπέζι. Θα έπειθαν όλοι μαζί τους ανθρώπους ότι τα επιστημονικά δεδομένα δεν είναι οριστικά, και ότι παράλληλα με το περιβάλλον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έπρεπε να εξετάσουν πώς η δράση κατά της κλιματικής αλλαγής θα επηρέαζε αρνητικά τις θέσεις εργασίας, το εμπόριο και τις τιμές.
Η στρατηγική θα εφαρμοζόταν μέσω μιας εκτεταμένης εκστρατείας στα μέσα ενημέρωσης -από τον σχολιασμό σε τρίτα άρθρα και τη δημοσίευση “φιλικών” άρθρων γνώμης, έως τις άμεσες επαφές με δημοσιογράφους.
Τον Αύγουστο του 1993, ο Χάρισον έκανε απολογισμό της προόδου σε μια άλλη συνάντηση με τον συνασπισμό. “Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της επιστημονικής αβεβαιότητας έχει κάνει ορισμένους στο Κογκρέσο να σταματήσουν να υποστηρίζουν νέες πρωτοβουλίες”, τους είπε σε αυτό το meeting.
“Οι ακτιβιστές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ‘υπερθέρμανση του πλανήτη’ παραδέχθηκαν δημόσια ότι έχασαν έδαφος στην αρένα των επικοινωνιών τον περασμένο χρόνο”. Τώρα, συμβούλεψε ο Χάρισον, χρειαζόταν να διευρύνουν τις εξωτερικές φωνές που υποστήριζαν τον σκοπό τους.
“Οι επιστήμονες, οι οικονομολόγοι, οι ακαδημαϊκοί και άλλοι σημαντικοί ειδικοί έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία στα μέσα ενημέρωσης και στο ευρύ κοινό από τους εκπροσώπους του κλάδου”, τους είπε.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούσαν στο γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή που προκαλείται από τον άνθρωπο ήταν ένα πραγματικό ζήτημα και ότι απαιτούσε δράση, υπήρχε και μια μικρή ομάδα που υποστήριζε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Το σχέδιο ήταν να αρχίσουν να πληρώνονται αυτοί οι σκεπτικιστές προκειμένου να δίνουν ομιλίες ή να γράφουν άρθρα γνώμης (1.500 δολάρια ανά άρθρο), και ταυτόχρονα να οργανώνουν περιοδείες στα μέσα ενημέρωσης ώστε να εμφανίζονται στους τοπικούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς.
“Ο ρόλος μου ήταν να εντοπίσω τις φωνές που δεν κινούνταν στο mainstream και να τους δώσω χώρο να παίξουν μπάλα”, λέει ο Ρημ. "Υπήρχαν πολλά που δεν γνωρίζαμε εκείνη την εποχή. Και μέρος της δουλειάς μου ήταν να τα αναδείξω”.
Υποστηρίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης ήταν “πεινασμένα” για αυτές τις διαφορετικές οπτικές του προβλήματος.
"Οι δημοσιογράφοι έψαχναν πολύ για αυτούς που έλεγαν το αντίθετο. Πραγματικά τροφοδοτούσαμε μια όρεξη που υπήρχε ήδη".
Πολλοί από αυτούς τους σκεπτικιστές ή αρνητές αρνούνται ότι τα λεφτά της GCC και άλλων βιομηχανικών ομίλων είχε οποιαδήποτε επίδραση στις απόψεις τους. Αλλά οι επιστήμονες και οι περιβαλλοντολόγοι που επιφορτίστηκαν να τις αποκηρύξουν -υποστηρίζοντας την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής- αντιμετώπισαν μια καλά οργανωμένη και αποτελεσματική εκστρατεία.
“Ο Παγκόσμιος Συνασπισμός για το Κλίμα σπέρνει αμφιβολίες παντού, θολώνει τα νερά… Και οι περιβαλλοντολόγοι πραγματικά δεν ξέρουν τι τους χτυπά”, θυμάται ο περιβαλλοντικός ακτιβιστής, Τζον Πασακαντάντο.
"Αυτό που γνωρίζουν οι ιδιοφυΐες των δημοσίων σχέσεων που εργάζονται για αυτές τις μεγάλες εταιρείες ορυκτών καυσίμων είναι ότι η αλήθεια δεν έχει να κάνει με το ποιος κερδίζει στην πραγματική συζήτηση. Αν πεις κάτι αρκετές φορές, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να το πιστεύουν".
Σε ένα έγγραφο από το 1995 περίπου, ο Χάρισον γράφει ότι “το GCC αναποδογύρισε με επιτυχία την κάλυψη από τον Τύπο της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το μήνυμα της οικολογικής καταστροφής και επιβεβαιώνοντας την έλλειψη επιστημονικής συναίνεσης για την υπερθέρμανση του πλανήτη”.
Τα θεμέλια είχαν τεθεί για τη μεγαλύτερη καμπάνια του κλάδου μέχρι σήμερα -την εναντίωση στις διεθνείς προσπάθειες μείωσης των εκπομπών που έλαβαν χώρα στο Κιότο της Ιαπωνίας, τον Δεκέμβριο του 1997. Μέχρι τότε, είχε προκύψει συναίνεση μεταξύ των επιστημόνων ότι η υπερθέρμανση που προκαλείται από τον άνθρωπο ήταν πλέον ανιχνεύσιμη. Αλλά το κοινό των ΗΠΑ εξακολουθούσε να δείχνει σημάδια αμφιβολίας.
Το 44% των ερωτηθέντων σε μια δημοσκόπηση του Gallup πίστευε ότι οι επιστήμονες ήταν διχασμένοι. Αυτό το μπέρδεμα της κοινής γνώμης έκανε πιο δύσκολο για τους πολιτικούς να αγωνιστούν για δράση και η Αμερική δεν εφάρμοσε ποτέ τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Κιότο. Ήταν μια σημαντική νίκη για τον βιομηχανικό συνασπισμό.
"Πιστεύω ότι ο E. Μπρους Χάρισον ήταν περήφανος για τη δουλειά που έκανε. Ήξερε πόσο κομβικός στάθηκε στο πώς οι εταιρείες παρενέβησαν στη δημόσια συζήτηση για την υπερθέρμανση του πλανήτη", λέει η Άροντζικ.
Την ίδια χρονιά που έγιναν οι διαπραγματεύσεις του Κιότο, ο Χάρισον πούλησε την εταιρεία του, ενώ και ο Ρημ αποφάσισε ότι οι δημόσιες σχέσεις δεν ήταν η καριέρα που έψαχνε.
Εν τω μεταξύ, το GCC άρχισε να διαλύεται, καθώς ορισμένα μέλη ένιωσαν άβολα με τη σκληρή γραμμή που είχε υιοθετήσει. Οι τακτικές του όμως, και αυτό το μήνυμα της αμφιβολίας είχαν πλέον εγκαθιδρυθεί και θα ζούσαν πολύ περισσότερο από τους δημιουργούς τους. Τρεις δεκαετίες μετά, οι συνέπειες είναι παντού γύρω μας.
"Αν θα έκανα κάτι διαφορετικό; Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση", θα πει ο Ρημ. “Ήμουν πολύ μικρός, είχα μεγάλη περιέργεια... Αν ήξερα τότε όλα αυτά που ξέρω σήμερα, μάλλον ναι, θα έκανα κάποια πράγματα αλλιώς”.
Πηγή: Νews247.gr
Ο λομπίστας Μπρους Χάρισον.