Στην εποχή μας, η προσοχή της κοινωνίας, των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων στρέφεται – αναπόφευκτα – στην πρωτόγνωρη γεωπολιτική μεταβλητότητα, τους πολέμους και τη συνεχιζόμενη οικονομική αβεβαιότητα. Ωστόσο, το αίτημα για βιώσιμη ανάπτυξη, παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. Για μία ανάπτυξη, δηλαδή, που εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ της οικονομικής προόδου, της κοινωνικής ευημερίας και της προστασίας του περιβάλλοντος και καλύπτει τις ανάγκες του σήμερα, χωρίς, όμως, να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες.
Το αίτημα αυτό, εμπλουτίζουν τα στοιχεία του τρίπτυχου «Περιβάλλον, Κοινωνία και Διακυβέρνηση» - το λεγόμενο ESG. Εστιάζοντας στο “E” από το ESG, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κυριαρχούν στις ανησυχίες της κοινωνίας σήμερα. Και ενώ οι κρίσιμες αποφάσεις για το κλίμα λαμβάνονται από τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς, πολυμερείς οργανισμούς, οι επιχειρήσεις είναι αυτές που, σε μεγάλο βαθμό, καλούνται να σηκώσουν το βάρος της προσαρμογής, μέσω της μείωσης των εκπομπών άνθρακα και της υιοθέτησης πρακτικών πιο φιλικών προς το περιβάλλον.
Σε ποιο στάδιο βρίσκονται σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις στην πορεία προς τη μετάβαση σε αυτήν την ανάπτυξη; Τι στόχους θέτουν, σε ποιους τομείς επενδύουν, τι εμπόδια αντιμετωπίζουν, και πώς τις επηρεάζει το ρευστό οικονομικό περιβάλλον; Στα ερωτήματα αυτά επιχείρησε να απαντήσει η δεύτερη έκδοση της έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, Sustainable Value Study Ελλάδα 2024, που παρουσιάστηκε πρόσφατα και καταγράφει τις απόψεις στελεχών 75 μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας.
Τα ευρήματα είναι, σε γενικές γραμμές, ενθαρρυντικά. Παρά το παγκόσμιο περιβάλλον οικονομικής επιβράδυνσης - μέσα στο οποίο, εύλογα οι οργανισμοί προτεραιοποιούν βραχυπρόθεσμες και πιο πιεστικές προκλήσεις - οι επιχειρήσεις του δείγματος εξακολουθούν να αναλαμβάνουν φιλόδοξες δεσμεύσεις, παραμένουν αισιόδοξες για την επίτευξη των στόχων τους και συνεχίζουν να επενδύουν σε πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων (88%) δηλώνουν ότι οι επιχειρήσεις τους έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα κατά ένα συγκεκριμένο ποσό, ή να πετύχουν ουδέτερες εκπομπές (84%). Αντίστοιχα, 72% έχουν δεσμευτεί για αρνητικές εκπομπές και 49% για μηδενικές καθαρές εκπομπές (net zero). Παρά το αρνητικό οικονομικό περιβάλλον, τους τελευταίους 12 μήνες το 84% των επιχειρήσεων δεν έχουν αλλάξει το έτος έως το οποίο έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν τους στόχους τους για την κλιματική αλλαγή. Παράλληλα, εννέα στις δέκα μεγάλες επιχειρήσεις (91%) του δείγματος, θα επενδύσουν φέτος τα ίδια ή περισσότερα χρήματα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Πώς εξηγείται η προσήλωση των επιχειρήσεων του δείγματος στην ατζέντα για το κλίμα, παρά το γενικότερο αβέβαιο περιβάλλον; Είναι προφανές ότι οι κανονιστικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με τις πιέσεις της κοινωνίας, των καταναλωτών αλλά και των επενδυτών, έχουν συμβάλει καθοριστικά σε αυτό. Όμως, εξίσου σημαντικό είναι ότι οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν πως η αξία που αποκομίζουν από τις σχετικές πρωτοβουλίες τους, είναι τελικά μεγαλύτερη από την αναμενόμενη: 61% των ερωτώμενων ανέφεραν ότι δημιουργήθηκε μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αξία για τους πελάτες και 56% για την κοινωνία, ενώ 49% εκτιμούν ότι δημιουργήθηκε μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αξία και για τους ίδιους τους οργανισμούς.
Στην ΕΥ, αυτό το ονομάζουμε “value-led sustainability”: δηλαδή, βιώσιμη ανάπτυξη που προκύπτει από πολιτικές που χαράσσονται με γνώμονα τη δημιουργία ευρύτερης αξίας για τον πλανήτη, την κοινωνία, τους εργαζόμενους, και τους πελάτες, και οδηγεί στη βελτίωση των επιχειρηματικών επιδόσεων συνολικά.
Παρά τις φιλόδοξες δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών, όμως, η πρόοδος, οι στόχοι και τα χρονοδιαγράμματα των επιχειρήσεων, δεν επαρκούν ακόμη για την επίτευξη του στόχου των 1,5°C που τέθηκε από τη Συμφωνία του Παρισιού. Η έρευνα ανέδειξε, επιπλέον, ότι η κλιματική αλλαγή είναι τρίτη προτεραιότητα επενδύσεων ESG για τις επιχειρήσεις του δείγματος στην Ελλάδα, την ώρα που θεωρείται ως η κορυφαία από τους ερωτώμενους στον υπόλοιπο κόσμο.
Η έρευνα της EY, καταλήγει σε μία σειρά προτάσεων, που στόχο έχουν να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να επιταχύνουν την πρόοδό τους και να αξιοποιήσουν καλύτερα τους περιορισμένους πόρους τους. Οι προτάσεις, εστιάζουν σε τρεις κατευθύνσεις:
- Ενίσχυση του ρόλου του Chief Sustainability Officer (CSO), με την επιλογή προσώπων με βαθιά κατανόηση του επιχειρηματικού μοντέλου και ηγετικές ικανότητες, την ανάθεση εκτεταμένων αρμοδιοτήτων και άμεση πρόσβαση στην ηγεσία του οργανισμού.
- Αξιοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου και των εκθέσεων αναφοράς ως εργαλείου βελτίωσης και μετασχηματισμού του οργανισμού, αντί της αντιμετώπισής τους ως απλής υποχρέωσης συμμόρφωσης.
- Εστίαση στις Scope 3 εκπομπές, τις έμμεσες, δηλαδή, εκπομπές που απορρέουν μεν από τις δραστηριότητες ενός οργανισμού, αλλά προέρχονται από πηγές που δεν ανήκουν ή δεν ελέγχονται από αυτόν – και για πολλές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών τους.
Το επόμενο διάστημα, οι πιέσεις για χαλάρωση των προσπαθειών για το κλίμα ενδέχεται να ενταθούν. Ωστόσο, όλοι αναγνωρίζουμε πλέον ότι η κλιματική κρίση δεν αποτελεί μία αόριστη απειλή για το μακρινό μέλλον, αλλά μία πραγματικότητα που βιώνουμε ήδη. Η αντιμετώπισή της συνιστά υποχρέωση προς τις επόμενες γενιές και τον πλανήτη, αλλά και σημαντική ευκαιρία για τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα πλαίσια του αφιερώματος για το πράσινο αποτύπωμα των επιχειρήσεων.
Δείτε όλο το αφιέρωμα εδώ

H Κιάρα Κόντη είναι Εταίρος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Βιώσιμης Ανάπτυξης EY Ελλάδος
