Ριζικές πολιτικές για την δραστική μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, αναγκαιότητα για άμεση δράση αλλά και ένα τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι για μέση παγκόσμια θερμοκρασία στους 1,5 έως 2 βαθμούς Κελσίου, αποτελούν κάποια από τα βασικά συμπεράσματα του τελευταίου μέρους της 6ης Έκθεσης Αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC). Αυτά επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και ένας από τους συγγραφείς της 4ης, 5ης και 6ης έκθεσης αξιολόγησης του IPCC, Σεβαστιανός Μοιρασγεντής.
.
Ο πλανήτης ήδη βιώνει την κλιματική αλλαγή με την μέση παγκόσμια θερμοκρασία να έχει αυξηθεί κατά 1,1 βαθμό Κελσίου και τους επιστήμονες να δηλώνουν με βεβαιότητα ότι το στοίχημα είναι πλέον ο περιορισμός της σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
«Η μεγάλη πρόκληση είναι να καταφέρουμε να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή σε κάποια «διαχειρίσιμα» επίπεδα, σε θερμοκρασία κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου και ακόμα καλύτερα κάτω από 1,5 βαθμό Κελσίου ως μέση παγκόσμια θερμοκρασία. Ήδη είμαστε στο 1,1. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να κάνουμε δραστικές μειώσεις στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μοιρασγεντής. Για να επιτευχθεί ο στόχος των 2 βαθμών Κελσίου, σύμφωνα με τον κ. Μοιρασγεντή θα πρέπει οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να έχουν κορυφωθεί μέχρι το 2025 και να αρχίσει από εκεί και πέρα μία δραστική μείωση που θα φτάσει τα επίπεδα του 25% μέχρι το 2030, ενώ ειδικά το διοξείδιο του άνθρακα, που είναι το βασικό αέριο του θερμοκηπίου, θα πρέπει να έχει παγκοσμίως μηδενιστεί μέχρι το 2070.
«Αυτό μας εξασφαλίζει ουσιαστικά ότι η αύξηση θα είναι μέχρι 2 βαθμούς Κελσίου. Αν θέλουμε να πάμε στον 1,5 βαθμό που είναι και το ασφαλές σύμφωνα με τις τελευταίες εκθέσεις πρέπει να κορυφώσουμε τις εκπομπές μας μέχρι το 2024-2025 , να τις μειώσουμε μετά κατά 43% μέχρι το 2030 και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να έχουν μηδενιστεί ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 2050, παγκοσμίως», εξηγεί και προσθέτει ότι αυτό ουσιαστικά θα σημαίνει μία ριζική ανατροπή και του καταναλωτικού προτύπου και του παραγωγικού προτύπου. «Ουσιαστικά θα πρέπει νοικοκυριά, μεταφορικά μέσα, βιομηχανίες τα πάντα να αλλάξουν τον τρόπο που χρησιμοποιούν την ενέργεια και τους πόρους που παράγουν. Μιλάμε για μια άλλη κοινωνία, ένα άλλο αναπτυξιακό και καταναλωτικό πρότυπο», επισημαίνει.
Η μείωση της ζήτησης για ενέργεια αλλά και η σωστή διαχείριση πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο τόσο των αναπτυγμένων όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών. Όπως τονίζει ο κ. Μοιρασγεντής θα πρέπει να βασιστούν σε τρεις πυλώνες. «Πρώτον να εφαρμοστούν μέτρα και πολιτικές που μέσω αυτών θα μπορούμε να μειώσουμε την ζήτηση για ενέργεια και τους φυσικούς πόρους. Χρειάζεται δηλαδή, χωρίς να υποβαθμίζεται η ζωή μας, και ταυτόχρονα προσπαθώντας να βελτιώσουμε και την ποιότητα ζωής στις αναπτυσσόμενες χώρες, να μειώσουμε την ενέργεια που καταναλώνουμε και τους φυσικούς πόρους. Δεύτερον, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε την ενέργεια και τους φυσικούς πόρους πιο αποδοτικά, να μονώσουμε τα σπίτια μας, να χρησιμοποιούμε αποδοτικές συσκευές, να χρησιμοποιούμε ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Κι αφού μειώσουμε την ζήτηση για ενέργεια, αυτή την αρκετά λιγότερη ενέργεια που θα χρειαζόμαστε και θα χρησιμοποιούμε αναγκαστικά, θα παράγεται με τον τρίτο πυλώνα που είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. 'Αρα ουσιαστικά όλο το σύστημα θα πρέπει να κατευθυνθεί στους τρεις αυτούς πυλώνες. Αυτά είναι μέτρα και πολιτικές που είναι αναγκαίο να προχωρήσουν», αναφέρει.
Παράλληλα, αρκετά σημαντικό για τα παραπάνω είναι και η ορθολογική χρήση των πόρων καθώς σύμφωνα με τον κ. Μοιρασγεντή «δεν αρκεί μόνο να έχουμε τους πόρους αλλά να χαράξουμε τις σωστές πολιτικές ώστε αυτοί οι πόροι να πάνε στους σωστούς ανθρώπους και να έχουμε το μέγιστο αποτύπωμα». Όπως εξηγεί, ουσιαστικά η λύση του προβλήματος για την κλιματική αλλαγή είναι να φτιάξουμε ένα μονοπάτι βιωσιμότητας για τον πλανήτη.
«Αν δεν λυθούν ταυτόχρονα και τα ζητήματα της πρόσβασης των φτωχών σε σύγχρονους ενεργειακούς πόρους δεν πρόκειται να λυθεί κανένα πρόβλημα κλιματικής αλλαγής. Οι αναπτυγμένοι πρέπει να ρίξουν κάπως τα καταναλωτικά τους standards χωρίς τη ριζική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους αλλά ταυτόχρονα τα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού και στις αναπτυγμένες και κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες να αποκτήσουν πρόσβαση σε βασικές πτυχές αυτού που αποκαλούμε ποιότητα ζωής τουλάχιστον στην ενέργεια. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής συνδέεται με μία γενικότερη μεταβολή του τρόπου ανάπτυξης προς την βιώσιμη ανάπτυξη όπου από την μία τα πλούσια τμήματα του πληθυσμού των χωρών, θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους πόρους πιο ορθολογικά και ταυτόχρονα θα πρέπει να εξασφαλιστεί για τα πιο φτωχά τμήματα πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους», σημειώνει ο κ. Μοιρασγεντής.
Τέλος ο κ. Μοιρασγεντής υπογραμμίζει ότι το ελληνικό σχέδιο για την διαχείριση της ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου χρειάζεται σημαντικές αλλαγές. «Το ελληνικό σχέδιο πράγματι προσπαθεί να πετύχει στόχους απανθρακοποίησης, αφήνει όμως εκτός τα νοικοκυριά. Δεν δίνει καμία έμφαση στην αλλαγή συμπεριφορών. Δίνει πολύ μικρή έμφαση στις υποδομές, στο να φτιάξουμε τα σπίτια μας, στο να προωθήσουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο να βάζουμε κλιματιστικά , αντλίες θερμότητας, και να αγοράζουμε ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Δίνει πάρα πολύ μεγάλη έμφαση στο να γεμίσουμε την Ελλάδα, αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Νομίζω ότι αυτή η πυραμίδα θα πρέπει να αντιστραφεί. Θα πρέπει να δώσει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην αλλαγή των συμπεριφορών, στο φτιάξιμο των υποδομών είτε σε επίπεδο νοικοκυριού, με το φτιάξιμο των σπιτιών και την προώθηση των υποδομών στα μέσα μαζικής μεταφοράς, κι ό,τι περισσεύει από αυτή την προσπάθεια, τότε να προωθηθούν τα φωτοβολταϊκά ,τα αιολικά κλπ. Με τον τρόπο αυτό θα χρειαστούν και λιγότερες επενδύσεις και άρα με τις κατάλληλες πολιτικές αυτές οι επενδύσεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές και από τις τοπικές κοινωνίες», καταλήγει ο κ. Μοιρασγεντής .
Είναι διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και ένας από τους συγγραφείς της 4ης, 5ης και 6ης έκθεσης αξιολόγησης του IPCC.