Περιβαλλοντικός ρατσισμός: Πώς μερικές ανεπτυγμένες χώρες στέλνουν τα σκουπίδια τους σε φτωχές χώρες

Body

Το κίνημα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, που αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις δεκαετίες 1970 και 1980, περιγράφει μια σειρά από περιβαλλοντικές αδικίες: το πώς η προσβασιμότητα σε πόρους και η κατάσταση του περιβάλλοντος διαφέρει μεταξύ κοινωνικών ομάδων, φυλετικών κοινοτήτων ή  μεταξύ αστικών και μη αστικών περιοχών. Διεθνώς, ο περιβαλλοντικός ρατσισμός αναφέρεται στις επιπτώσεις της συσσώρευσης απορριμμάτων, στη βιομηχανική ρύπανση, στην υποβάθμιση της ποιότητας του πόσιμου νερού, στη μόλυνση από εντομοκτόνα, στην εγγύτητα με χωματερές. Σύμφωνα με το κίνημα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, γίνονται ακόμα φυλετικές διακρίσεις στη χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής, όπως και στην επιβολή κανονισμών και νόμων οι οποίοι, κάθε άλλο παρά τυχαία, προβλέπουν λόγου χάρη εγκαταστάσεις τοξικών αποβλήτων κοντά σε κοινότητες χαμηλών εισοδημάτων και «εγχρώμων».

.

Η περιβαλλοντική υποβάθμιση πλήττει περισσότερο αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες: σήμερα, παρά τα οικολογικά κινήματα, σε φτωχές χώρες του Παγκόσμιου Νότου που έχουν χαλαρές περιβαλλοντικές πολιτικές και πρακτικές ασφαλείας («παράδεισοι ρύπανσης»), εξάγονται επικίνδυνα απόβλητα: οι περιθωριοποιημένες κοινότητες χωρίς κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά μέσα για να αντιταχθούν στις μεγάλες επιχειρήσεις, απειλούνται τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και καθημερινών υπηρεσιών. Για παράδειγμα, στη Βόρεια Καρολίνα, οι τοποθεσίες επικίνδυνων αποβλήτων επηρεάζουν τις γειτονιές των φτωχών μειονοτήτων, ενώ η πολιτική redlining που εφαρμόζεται σιωπηρά αποκλείει αυτές τις γειτονιές από υπηρεσίες όπως ιατρεία, νοσοκομεία, σχολεία, χώρους πρασίνου κτλ. Μερικοί κάνουν λόγο για περιβαλλοντικό απαρτχάιντ: αν η περιβαλλοντική δικαιοσύνη αίρει τα εμπόδια στην ίση πρόσβαση στην εργασία, στην αναψυχή, στην εκπαίδευση, στη θρησκεία και στην ασφάλεια, το σίγουρο είναι πως πολλές περιοχές επιλέγονται επίτηδες για να φιλοξενούν ρυπογόνες βιομηχανίες και απόβλητα. Σχεδόν πάντα πρόκειται για κοινότητες που δεν μπορούν να αντισταθούν αποτελεσματικά στις επιχειρήσεις, δεν μπορούν να διαπραγματευτούν το κόστος της ρύπανσης, ούτε να μετεγκατασταθούν.

Διαδικασίες όπως η προαστικοποίηση, ο εξευγενισμός (gentrification) και η αποκέντρωση οδηγούν σε περιβαλλοντικό ρατσισμό: κατά τη διαδικασία της προαστικοποίησης ή της white flight, καθώς οι εύποροι πληθυσμοί εγκαταλείπουν τις βιομηχανικές ζώνες για ασφαλέστερες, καθαρότερες και πιο υγιεινές προαστιακές περιοχές, οι φτωχότεροι παραμένουν στο κέντρο των πόλεων και συχνά σε κοντινή απόσταση από μολυσμένες βιομηχανικές ζώνες. Σε αυτές τις περιοχές, η ανεργία είναι υψηλή και οι επιχειρήσεις είναι λιγότερο πιθανό να επενδύσουν στη βελτίωσή τους: έτσι, ενισχύεται ένα κοινωνικό σχήμα που αναπαράγει τη φυλετική ανισότητα. Οι επιχειρήσεις αναζητούν φτηνή γη: η φτηνή γη βρίσκεται εκεί όπου ζουν οι λιγότερο προνομιούχοι. Έτσι, ολόκληρες πόλεις υποβαθμίζονται εξαιτίας της μόλυνσης του αέρα και του εδάφους: στο Ντιτρόιτ, στο Μέμφις και στο Κάνσας Σίτι η τοξική τέφρα λόγω ανατινάξεων για εξόρυξη στα βουνά ολόγυρα, μαζί με την ξηρασία και τις πλημμύρες, απειλούν την υγεία και την ασφάλεια των κατοίκων.  Παρόμοια είναι η κατάσταση στο νότιο Durban όπου οι βιομηχανίες υψηλής ρύπανσης επηρεάζουν τους ανθρώπους που μεταφέρθηκαν αναγκαστικά κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.

Οι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα υγείας περιλαμβάνουν την έκθεση σε επικίνδυνες χημικές τοξίνες σε χώρους υγειονομικής ταφής, σε λίμνες και ποτάμια. Τα τελευταία χρόνια, το ακάθαρτο νερό προκάλεσε υγειονομική κρίση στο Φλιντ του Μίσιγκαν (ο ντοκιμαντερίστας Μάικλ Μουρ γύρισε ταινία γι' αυτό το σκάνδαλο), ενώ έρευνες οδήγησαν στο αδιάσειστο συμπέρασμα ότι στους καύσωνες οι κοινότητες χαμηλού εισοδήματος διατρέχουν σοβαρότερο κίνδυνο θνησιμότητας λόγω της μειωμένης πρόσβασης στον κλιματισμό καθώς και στην κάλυψη των δέντρων. Οι θερμοκρασίες σε μια καυτή καλοκαιρινή μέρα μπορεί να ποικίλλουν έως και 20 βαθμούς σε διαφορετικά μέρη της ίδιας πόλης, με τις φτωχές ή μειονοτικές γειτονιές να φέρουν συχνά το κύριο βάρος των υψηλών θερμοκρασιών.

Η οργάνωση προστασίας των ζώων In Defense of Animals ισχυρίζεται ότι η εντατική γεωργία επηρεάζει την υγεία των κοινοτήτων στις οποίες βρίσκονται κοντά μέσω της ρύπανσης και της περιβαλλοντικής αδικίας. Οι χωματερές εκλύουν υδρόθειο με αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα αποβολών, γενετικών ανωμαλιών και εστιών ασθενειών τόσο από ιογενή όσο και από βακτηριακή μόλυνση του πόσιμου νερού. Η υπερέκθεση σε φυτοφάρμακα στη γεωργία και στην κακοδιαχείριση τοξικών αποβλήτων αφορά ιδιαίτερα τους εργαζομένους στην εντατική γεωργία.

Το κίνημα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη (EJ) και το κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη (CJ) προσπαθούν να προστατέψουν τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς στην κλιματική αλλαγή και στη ρύπανση ενώ συγχρόνως πιέζουν για να μειωθούν τα σκουπίδια και οι εκπομπές μεθανίου. Δεν είναι εύκολο: οι πιο μολυσμένες περιοχές στον κόσμο βρίσκονται στην Ασία και στην Αφρική όπου οι περιβαλλοντικοί κανόνες απουσιάζουν ―οι επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, δεν γίνεται ανακύκλωση κτλ― κι όπου επικρατεί περισσότερη αυθαιρεσία γενικά. Έτσι κι αλλιώς, από τότε που επιβλήθηκαν περιβαλλοντικοί νόμοι στις ανεπτυγμένες χώρες, οι εταιρείες μετέφεραν τα απόβλητά τους προς τον Παγκόσμιο Νότο σε συνεργασία με διεφθαρμένα κράτη ή ιδιωτικές οντότητες. Οι πυρηνικές δοκιμές στην Ατόλη Μπικίνι και οι γαλλικές πυρηνικές δοκιμές στον Νότιο Ειρηνικό που γίνονταν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 επιβάρυναν την Παπούα και την Πολυνησία.

Αν και ήδη πριν από τη δεκαετία του 1970, οι έγχρωμες κοινότητες αναγνώρισαν τον περιβαλλοντικό ρατσισμό ―το Κόμμα των Μαύρων Πάνθηρων οργάνωνε προγράμματα αποκομιδής σκουπιδιών σε γειτονιές μαύρων― η κλιματική αλλαγή έχει επιδεινώσει την τάση. Πολλές εκτεταμένες περιοχές είναι food deserts: στα σούπερ μάρκετ διατίθενται επιβλαβή προϊόντα και τρόφιμα τα οποία είναι φτηνότερα αλλά επιβαρύνουν τη δημόσια υγεία. Η φυματίωση που ξαναφούντωσε σε πολλά μέρη του κόσμου αποδίδεται εν πολλοίς σ’ αυτή την περιβαλλοντική ανισότητα την οποία δεν έχουν καταφέρει να εξαλείψουν συμφωνίες όπως εκείνες κατά της εξαγωγής επικίνδυνων αποβλήτων από χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε χώρες εκτός ΟΟΣΑ. Περιβαλλοντικά προβλήματα έχουν πάρει, λόγου χάρη, υπαρξιακές διαστάσεις στο Δέλτα του Νίγηρα όπου, εκτός των πετρελαιοκηλίδων, γίνεται καύση τοξικών αποβλήτων: ωστόσο, οι γεωτρήσεις της Shell Oil είναι ένας από τους λιγοστούς πόρους της αφρικανικής αυτής χώρας, όπως άλλωστε συμβαίνει με την εξορυκτική βιομηχανία στη Νότια Αφρική, έναν τομέα όπου δραστηριοποιούνται κοινότητες με υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας. Επιπλέον, στο εσωτερικό αυτών των κοινοτήτων, υπάρχουν διαφωνίες για το αν τα πλεονεκτήματα της εξόρυξης από άποψη οικονομικών ευκαιριών υπερτερούν των μειονεκτημάτων όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων. Οι εταιρείες εξόρυξης συχνά προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις διαφωνίες προς όφελός τους μεγεθύνοντας τη σύγκρουση. Προστίθεται η «ενεργειακή φτώχεια» δηλαδή η έλλειψη πρόσβασης σε επαρκείς, αξιόπιστες, προσιτές και καθαρές πηγές ενέργειας και τεχνολογίας. Σε πολλές κοινότητες στην Αφρική ενεργειακή φτώχεια σημαίνει αδυναμία μαγειρέματος και ζεστού νερού.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως περίπου το 2001 υπολογίζεται ότι περίπου το 50 με 80% των ηλεκτρονικών που συλλέγονταν για ανακύκλωση στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες εξάγονταν για διάλυση στην Κίνα και στη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η επεξεργασία σκραπ ήταν αρκετά επικερδής λόγω του άφθονου εργατικού δυναμικού και των χαλαρών περιβαλλοντικών νόμων. Σήμερα, το Guiyu στην Κίνα παραμένει ένας από τους σημαντικότερους χώρους ανακύκλωσης ηλεκτρονικών αποβλήτων: βουνά εξαρτημάτων υπολογιστών υψώνονται κοντά στις όχθες του ποταμού Λιαντζιάνγκ, ενώ χημικές ενώσεις καδμίου, χαλκού, μολύβδου, πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρα, μολύνουν την τοπική παροχή νερού. Τα δείγματα νερού που ελήφθησαν το 2001 από τον ποταμό περιείχαν 190 φορές υψηλότερα επίπεδα μολύβδου από τα πρότυπα ασφαλείας του ΠΟΥ. Προτού χρησιμοποιηθεί ως προορισμός ηλεκτρονικών απορριμμάτων, στο Guiyu οι άνθρωποι έβγαζαν τα προς το ζην στη γεωργία. Ωστόσο, η γεωργία έχει εγκαταλειφθεί για πιο κερδοφόρα εργασία στα ηλεκτρονικά σκραπ.

Τα τελευταία χρόνια έχουν θεσπιστεί κάποιοι κανόνες στην επεξεργασία σκραπ στην Κίνα. Κάτι παρόμοιο έγινε και στην Ινδία μετά την καταστροφή στο Μποπάλ, όπου η Union Carbide India Limited παρήγαγε ισοκυανικό μεθύλιο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φυτοφαρμάκων. Στις 3 Δεκεμβρίου 1984, διέρρευσε ένα σύννεφο ισοκυανικού μεθυλίου και 520.000 άνθρωποι εκτέθηκαν στην τοξική χημική ουσία: 8.000 πέθαναν αμέσως, μερικές ακόμα χιλιάδες πέθαναν αργότερα ή έπαθαν πνευμονική ίνωση, απώλεια όρασης, φυματίωση και νευρολογικές διαταραχές. Την ίδια εποχή συνέβη παρόμοια καταστροφή του Σαν Χουάνικο που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους και περίπου ένα εκατομμύριο τραυματισμούς. Το εργοστάσιο υγραερίου προπανίου PEMEX που εξερράγη βρισκόταν κοντά σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή της Πόλης του Μεξικού. Τα σπίτια, που ήταν χτισμένα παράνομα, καταστράφηκαν και εκτός από τους νεκρούς πολλοί άνθρωποι δηλητηριάστηκαν. Τέτοια γεγονότα έχουν συμβεί πολλές φορές στο Μεξικό, όπου επιπλέον, η ρύπανση του ποταμού Κολοράντο ―τον οποίον μοιράζεται με τις ΗΠΑ― έχει στερήσει φτωχές κοινότητες αλιέων από τα συνήθη μέσα διαβίωσής τους.

Οι καθυστερήσεις και η αμέλεια που έδειξε το κεντρικό κράτος στη Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα Κατρίνα θεωρήθηκε ένδειξη συστημικού περιβαλλοντικού ρατσισμού: όποιοι κάτοικοι είχαν καλές ασφάλειες κατοικιών ξαναέχτισαν τα σπίτια και τα καταστήματά τους, ενώ οι φτωχότεροι έμειναν σε ρημαγμένα παραπήγματα. Εξάλλου, λόγω των οικονομικών ανισοτήτων στην πόλη, οι φτωχότεροι ζούσαν σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο που ήταν πιο ευάλωτες στις πλημμύρες. Επιπλέον, τα σχέδια εκκένωσης λόγω του τυφώνα βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στη χρήση ΙΧ αυτοκινήτων και δεν προετοίμαζαν άτομα που βασίζονταν στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όσοι δεν είχαν αυτοκίνητο, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μείνουν πίσω. Η Λουιζιάνα είναι ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει τον περιβαλλοντικό ρατσισμό: το Cancer Alley, μια σειρά εργοστασίων χημικών, έχει αναφερθεί ως μία από τις αιτίες του μεγάλου αριθμού κρουσμάτων καρκίνου στην πολιτεία.

Στις ΗΠΑ, οι πιο μολυσμένες περιοχές είναι επίσης περιοχές Μαύρων ή ιθαγενών Αμερικανών: το Κίνγκστον του Τενεσί, το Uniontown της Αλαμπάμα, η λίμνη Oahe στη νότια Ντακότα. Η Αμερικανική Ένωση Πνεύμονα, που δημοσιεύει κάθε χρόνο τη λίστα των πιο μολυσμένων πόλεων στις ΗΠΑ, προσθέτει ότι 135 εκατομμύρια Αμερικανοί ζούσαν σε περιοχές με ανθυγιεινό αέρα το 2021. Ανάμεσα στις πιο μολυσμένες πόλεις είναι το Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνια, το Φοίνιξ της Αριζόνα, το Πϊτσμπεργκ της Πενσυλβάνια, το Σικάγο και η Ιντιανάπολη. Η Ένωση του Πνεύμονα σημειώνει επίσης ότι οι «έγχρωμοι» εκτίθενται κατά 60% περισσότερο σε παράγοντες ρύπανσης: σωματίδια στην ατμόσφαιρα, καυσαέρια οχημάτων και πυρκαγιές.

Σύμφωνα με το «Scientific American», τα πιο πολυσμένα μέρη στον κόσμο είναι το Νορίλσκ της Ρωσίας, το Δέλτα του Νίγηρα, ο ποταμός Ματάντζα στην Αργεντική, το Καλιμαντάν στην Ινδονησία, το Κάμπουε στην Ζάμπα, στο Χαζαριμπάχ στο Μπαγκλαντές, ο ποταμός Σιτάρουμ στην Ινδονησία, το Τσέρνομπιλ στην Ουκρανία και το Αγκμπογκμπλόσιε στην Γκάνα.

Πηγή: AthensVoice (Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης)

Αρθρογράφος
Κύριος χαρακτηρισμός περιεχομένου
Image