Ο Ian McEwan, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Βρετανούς συγγραφείς, επιστρέφει με το νέο του μυθιστόρημα What We Can Know, μια αφήγηση που τοποθετείται έναν αιώνα από σήμερα, στο έτος 2119. Πρόκειται για ένα δυστοπικό αλλά και βαθιά ανθρώπινο χρονικό ενός πλανήτη που έχει ήδη υποκύψει στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
.
Στον κόσμο του McEwan, η καθημερινότητα έχει μεταμορφωθεί σε πεδίο επιβίωσης: οι πόλεις έχουν κατακλυστεί από τα νερά, οι φυσικοί πόροι είναι λιγοστοί, οι κοινωνίες αποδιοργανωμένες. Η εικόνα δεν είναι μια μακρινή φαντασία, αλλά μια πιθανή προέκταση της αδράνειας που χαρακτηρίζει το παρόν μας. Το βιβλίο λειτουργεί ως καθρέφτης των επιλογών —ή καλύτερα της απουσίας επιλογών— των γενεών που γνώριζαν την κρίση αλλά προτίμησαν τη σιωπή.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Τόμας Μετκάλφ, πανεπιστημιακός στο South Downs, που αναζητά τα ίχνη μιας χαμένης ποιητικής συλλογής με τίτλο A Corona for Vivien. Γραμμένη το 2014, η συλλογή αυτή αποκτά χαρακτήρα συμβόλου: ένα κομμάτι πολιτισμού που κινδυνεύει να χαθεί, όπως χάθηκε και η ίδια η ασφάλεια του πλανήτη. Μέσα από την αναζήτηση του Μετκάλφ, ο McEwan χτίζει μια αφήγηση για τη μνήμη, την ευθύνη και την ηθική ενοχή όσων άφησαν το μέλλον να καταρρεύσει.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του μυθιστορήματος είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στη φαντασία και την ιστορική αλήθεια. Ο Μετκάλφ θεωρεί ότι τα κενά πρέπει να γεμίζουν με αφήγηση και συναίσθημα, ενώ η ιστορικός Rose αντιτείνει ότι μόνο τα δεδομένα και η τεκμηρίωση μπορούν να σώσουν την αλήθεια από τη λήθη. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση, ο McEwan διερευνά το ίδιο το νόημα της γραφής: είναι η λογοτεχνία όπλο διατήρησης της μνήμης ή εργαλείο παραποίησης;
Παράλληλα, ο συγγραφέας συνδέει το προσωπικό με το συλλογικό. Οι ιστορίες απιστίας και προδοσίας που ξετυλίγονται ανάμεσα στους χαρακτήρες λειτουργούν ως αντανάκλαση της μεγαλύτερης προδοσίας: εκείνης της ανθρωπότητας προς τον πλανήτη. Η ηθική αποτυχία δεν περιορίζεται στο ερωτικό πεδίο, αλλά αποκτά οικουμενική διάσταση.
Το What We Can Know έχει χαρακτηριστεί από κριτικούς ως «επιστημονική φαντασία χωρίς επιστήμη». Δεν ενδιαφέρεται για τεχνικές λύσεις, ούτε για λεπτομέρειες γύρω από τεχνολογίες ή αέρια του θερμοκηπίου. Ο στόχος του McEwan είναι διαφορετικός: να αναδείξει το ηθικό τοπίο ενός πολιτισμού που επέλεξε την αδράνεια. Σε μια εποχή όπου η συζήτηση για την κλιματική κρίση συχνά περιορίζεται σε στατιστικά και πολιτικές δεσμεύσεις, το έργο του λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι το διακύβευμα είναι πρώτα απ’ όλα ανθρώπινο.
Ο συγγραφέας, που στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με μεγάλα θέματα όπως η βιοηθική (Machines Like Me) και οι πολιτικές συγκρούσεις (Saturday), εδώ επιχειρεί κάτι πιο ριζικό: να αφηγηθεί το μέλλον ως ήδη χαμένο. Δεν μιλά για το τι μπορεί να συμβεί, αλλά για το τι συνέβη επειδή δεν έγινε τίποτα.
Το μήνυμα του McEwan είναι διπλό. Από τη μία, επισημαίνει τον κίνδυνο της λήθης: το πώς οι κοινωνίες ξεχνούν, ωραιοποιούν ή αποσιωπούν τις κρίσιμες στιγμές. Από την άλλη, καλεί σε ανάληψη ευθύνης: το μέλλον δεν είναι απλώς υπόθεση των επόμενων γενεών, αλλά αντανάκλαση των αποφάσεων που παίρνονται τώρα.
Με το What We Can Know, ο Ian McEwan δεν προσφέρει παρηγοριά ούτε εύκολες απαντήσεις. Προσφέρει όμως κάτι ίσως πιο αναγκαίο: μια αίσθηση απώλειας που μοιάζει ήδη γνώριμη, και που ίσως αποτελέσει το πιο ισχυρό κίνητρο για δράση στο παρόν.
Πηγές: PBS NewsHour, The New Yorker

Κεντρικός ήρωας είναι ο Τόμας Μετκάλφ, πανεπιστημιακός στο South Downs, που αναζητά τα ίχνη μιας χαμένης ποιητικής συλλογής με τίτλο A Corona for Vivien.