«Χρόνια από τώρα, τα εγγόνια μας θα αναλογίζονται το ηθικό θάρρος της ανθρωπότητας να επιλύσει την κλιματική κρίση και θα βλέπουν τη 12η Δεκεμβρίου του 2015 ως την ημέρα που η κοινότητα των εθνών πήρε επιτέλους την απόφαση να δράσει».
.
Αυτό είχε πει ο Αλ Γκορ σε δήλωση που έφτασε στα εισερχόμενά μου στις 6.46 μ.μ. εκείνο το χειμωνιάτικο Σάββατο του Δεκεμβρίου, όταν τελικά υιοθετήθηκε η Συμφωνία του Παρισιού.
Ήμουν τόσο απασχολημένη με το να στέλνω την είδηση της συμφωνίας στο Λονδίνο που μετά βίας εστίασα στον Γκορ ή στα βροντερά χειροκροτήματα των αντιπροσώπων μέσα στο αχανές αεροδρόμιο Le Bourget του Παρισιού, όπου συμφωνήθηκε το σύμφωνο του ΟΗΕ.
Έχασα επίσης το μεγάλο πάρτι σε ένα μπαρ του Παρισιού εκείνο το βράδυ, όπου άκουσα αργότερα ότι η Κριστιάνα Φιγκέρες, η κορυφαία αξιωματούχος του ΟΗΕ για το κλίμα, έγινε δεκτή σαν ήρωας-κατακτητής από ένα πλήθος που τραγουδούσε «We are the champions of the world!» του Φρέντι Μέρκιουρι.
Ωστόσο, κατάλαβα γιατί, εκείνη τη στιγμή, ήταν δυνατόν να σκεφτεί κανείς ότι τόσο το πλήθος, όσο και ο Αλ Γκορ είχαν δίκιο. Οι κυβερνήσεις του κόσμου είχαν επιτέλους καταλήξει σε ένα νέο σχέδιο για την αποτροπή των πιο καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Θα παρέδιδαν όλο και πιο φιλόδοξα σχέδια για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, ώστε η αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί σε επίπεδα πολύ κάτω των 2 βαθμών Κελσίου και ιδανικά μόλις 1,5 βαθμό Κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
«Αυτό είναι το τέλος των ορυκτών καυσίμων», δήλωνε ένας τίτλος του CNN δύο ημέρες αργότερα. Και, αρχικά, τα σημάδια έδειχναν ελπιδοφόρα. Τόσα πολλά έργα ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα καταργήθηκαν τα πρώτα έξι χρόνια μετά τη συμφωνία του Παρισιού, ώστε ο κόσμος απέφυγε να προσθέσει το ισοδύναμο μιας δεύτερης Κίνας στην παγκόσμια παραγωγική ικανότητα άνθρακα.
Αυτές οι ακυρώσεις μπορεί να οφείλονται περισσότερο στις υφιστάμενες κυβερνητικές πολιτικές και στις τάσεις της αγοράς, όπως η επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ, παρά στη συμφωνία του Παρισιού. Αλλά η συμφωνία αναμφίβολα ενεργοποίησε τις πολιτικές για το κλίμα που με τη σειρά τους επηρέασαν τους επενδυτές και συνέβαλαν στο να τεθούν ορόσημα που λίγοι είχαν προβλέψει με σιγουριά το 2015.
Στην πραγματικότητα, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και η πράσινη ενέργεια έχουν γιγαντωθεί τόσο πολύ που οι ειδικοί λένε ότι η εποχή της ανάπτυξης των ορυκτών καυσίμων που ξεκίνησε με τη Βιομηχανική Επανάσταση πλησιάζει επιτέλους στο τέλος της. Αλλά η αποστολή για το κλίμα απέχει πολύ από το να ολοκληρωθεί. Πέρυσι κάηκαν ποσότητες άνθρακα ρεκόρ και φέτος χρησιμοποιούνται ποσότητες πετρελαίου ρεκόρ. Αντί να καταρρεύσουν, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνέχισαν να αυξάνονται, αν και πιο αργά.
Βιβλικές πλημμύρες, πυρκαγιές και καταιγίδες πλήττουν χώρες σε όλο τον κόσμο με ανελέητη τακτικότητα. Και οι επιστήμονες λένε ότι οι παγκόσμιες θερμοκρασίες που έχουν ήδη αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1,1 βαθμό Κελσίου θα υπερβούν πιθανώς προσωρινά το όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου για τουλάχιστον ένα από τα επόμενα πέντε χρόνια.
Τι συνέβη λοιπόν σε εκείνη τη στιγμή ευφορίας στο Παρίσι; Και υπάρχει κάποια σοβαρή ελπίδα να ξεφύγουμε από την καταστροφή;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που βρέθηκα να θέτω στον εαυτόν μου την περασμένη εβδομάδα καθώς κανόνιζα γραφειοκρατικά ζητήματα της τελευταίας στιγμής ώστε να πάω στη 13ήμερη διεθνή διάσκεψη για το κλίμα (COP28) που άρχισε στο Ντουμπάι την Πέμπτη (30/11-12/12/2023).
Το COP σημαίνει «διάσκεψη των μερών» της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή του 1992, της μητρικής συνθήκης της Συμφωνίας του Παρισιού. Από το 1995 που ξεκίνησαν οι COP, έχουν γίνει το πιο ορατό σύμβολο της συλλογικής μας επιθυμίας, και της πεισματικής αποτυχίας, να μειώσουμε τις εκπομπές ρύπων με το ρυθμό και την κλίμακα που απαιτείται.
Αυτή θα είναι η όγδοη διάσκεψη στην οποία συμμετέχω και για άλλη μια φορά προετοιμάζομαι για μια ουσιαστική αλήθεια της COP που θα ήταν προφανής ακόμα και σε οποιονδήποτε εξωγήινο: ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να σωθούν από την κλιματική αλλαγή είναι ανισόρροπος.
Οι COP είναι πρώτα και κύρια εξαιρετικά περίπλοκες. Οι άνθρωποι λένε ότι αν μια συνεδρίαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου είναι σαν μια παρτίδα ντάμας, μια COP είναι σαν το σκάκι. Αλλά κάνουν λάθος. Οι COP είναι περισσότερο σαν να παίζεις τρισδιάστατο σκάκι με δεμένα μάτια. Εκείνοι που έχουν ακριβή εικόνα όλων όσων συμβαίνουν είναι μια σαφής μειοψηφία.
Ακόμα θυμάμαι το σοκ της πρώτης μου διάσκεψης στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής το 2011, όπου παρακολουθούσα ανίδεη εκατοντάδες εμπειρογνώμονες στα χρηματοοικονομικά, τα οικονομικά, το δίκαιο, την επιστήμη και το εμπόριο να ασχολούνται με τόμους νομικών κειμένων γεμάτους ακρωνύμια σχετικά με τα «μέτρα αντίδρασης», την «ομπρέλα», τον «τεχνολογικό μηχανισμό» και άλλα στοιχεία που κανένας ξένος δεν θα μπορούσε να κατανοήσει.
Δεν βοηθάει το γεγονός ότι οι συνεδριάσεις διεξάγονται με τρόπο που αναγκάζει τους εξαντλημένους διαπραγματευτές να εργάζονται όλη τη νύχτα για να καταλήξουν σε συμφωνίες. Στη Ντόχα το 2012, συνάντησα έναν ανώτερο αξιωματούχο που προσπαθούσε να κοιμηθεί στο πάτωμα του αυτοσχέδιου γραφείου της αντιπροσωπείας του χρησιμοποιώντας για μαξιλάρι τσαλακωμένο χαρτί φωτοτυπικού μηχανήματος. Άλλοι είχαν πέσει λιπόθυμοι σε κάποια παγκάκια.
Γρήγορα έμαθα να ακολουθώ το παράδειγμα των βετεράνων που έφεραν σακούλες με ξηρούς καρπούς και σνακ, τα οποία αποδείχθηκαν ζωτικής σημασίας για τις περιπτώσεις που οι COP ξεπερνούσαν τον χρόνο, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, και το φαγητό άρχιζε να τελειώνει.
Μέχρι να φτάσω στη COP της Λίμα το 2014, συνειδητοποίησα ότι η σύγχυση της COP επεκτάθηκε και σε ορισμένους από τους κυβερνητικούς αντιπροσώπους που αποφάσιζαν για τα αποτελέσματα. «Ξέρεις για τι πράγμα μιλάνε τώρα;» με ρώτησε ένας αξιωματούχος από μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα σε μια συνεδρίαση της διάσκεψης. Δυστυχώς, δεν ήξερα.
Ένα γήπεδο κρίκετ της αγγλικής κομητείας με 6.000 θέσεις θα μπορούσε να φιλοξενήσει άνετα τους αντιπροσώπους σε πολλές πρώτες διασκέψεις, αλλά σύντομα ίσως χρειαστούν το στάδιο Γουέμπλεϊ. Οι αριθμοί έχουν εκτοξευθεί σε περισσότερους από 30.000 τα τελευταία δύο χρόνια, και αυτοί είναι μόνο οι συμμετέχοντες στην ελεγχόμενη από τον ΟΗΕ ζώνη όπου διεξάγονται οι επίσημες διαπραγματεύσεις. Οι χώρες που φιλοξενούν τις COP διοργανώνουν επίσης μια γιγαντιαία έκθεση για το κλίμα, η οποία είναι πλέον τόσο δημοφιλής στις επιχειρήσεις, τους επενδυτές, τις πόλεις και τους ακτιβιστές που οι οικοδεσπότες της COP28 στα ΗΑΕ προβλέπουν 70.000 συμμετέχοντες συνολικά στο Ντουμπάι.
Από την άλλη πλευρά, αυτό υπογραμμίζει την αυξανόμενη επιθυμία για περισσότερη δράση για το κλίμα. Αλλά είναι επίσης μια υπενθύμιση του αυξανόμενου χάσματος μεταξύ των συζητήσεων και της δράσης για το κλίμα.
«Ο αριθμός των συμμετεχόντων στη COP θα φτάσει πιθανώς τις 100.000 σύντομα, αλλά για να κάνουμε τι;» αναρωτιέται ο πρώην Γάλλος αξιωματούχος Λωρενς Τουμπιανά, αρχιτέκτονας της συμφωνίας του Παρισιού, ο οποίος τώρα είναι επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για το Κλίμα. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι πραγματική δράση».
Ο Τουμπιανά ανήκει σε έναν αυξανόμενο αριθμό εμπειρογνωμόνων που θέλουν να επανεκκινήσουν τις COP, ώστε να κάνουν καλύτερη δουλειά για την επίτευξη των στόχων του Παρισιού. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την αντικατάσταση των τεράστιων ετήσιων συνεδριάσεων με μικρότερες, πιο συχνές συγκεντρώσεις που θα φέρνουν πολυμερείς τράπεζες και άλλους παίκτες για να βοηθήσουν στη μετατροπή των κυβερνητικών υποσχέσεων σε μετρήσιμη, συγκεκριμένη δράση.
Ο Σάιμον Σαρπ, πρώην δημόσιος υπάλληλος του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος εργάζεται σε υποθέσεις που υποστηρίζονται από την COP για την επιτάχυνση της απεξάρτησης από τις ανθρακούχες εκπομπές σε τομείς όπως τα αυτοκίνητα και ο χάλυβας, λέει ότι ήρθε η ώρα για ένα κύριο θέμα στις ημερήσιες διατάξεις της COP: «Πώς στο διάολο θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να προχωρήσουμε γρηγορότερα;»
Μπορεί όμως αυτό να γίνει στο Ντουμπάι, σε μια από τις πιο πολωτικές διασκέψεις των τελευταίων ετών για το κλίμα;
Τα ΗΑΕ δεν είναι το πρώτο πετρελαϊκό κράτος που φιλοξενεί μια COP σε μια περιοχή του Κόλπου, όπου τα επίπεδα ζέστης και υγρασίας έχουν επανειλημμένα πλησιάσει το όριο του τι πιστεύουν οι ερευνητές ότι μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα (το Κατάρ διοργάνωσε την COP το 2012). Είναι όμως το πρώτο που επέλεξε πρόεδρο της COP τον Σουλτάν αλ Τζαμπέρ, ο οποίος είναι επίσης διευθύνων σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο - της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου του Άμπου Ντάμπι.
Αυτό έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη οργή που περισσότεροι από 100 νομοθέτες της ΕΕ και των ΗΠΑ έκαναν φέτος το ασυνήθιστο βήμα να ζητήσουν την απομάκρυνση του Τζαμπέρ. Αυτό συνέβη μήνες πριν από την είδηση αυτής της εβδομάδας ότι τα ΗΑΕ σχεδίαζαν να χρησιμοποιήσουν τις συναντήσεις της COP28 για να προωθήσουν συμφωνίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ξένες κυβερνήσεις.
Ο πρόεδρος της COP δεν έχει τόση δύναμη να ελέγχει την έκβαση των συνομιλιών όσο φαντάζονται κάποιοι, αλλά ο ρόλος του απαιτεί υπομονή και διπλωματική οξύτητα. Έχοντας συναντήσει τον Τζαμπέρ και παρακολουθώντας την ομάδα του να περνάει από μια σειρά από εταιρείες δημοσίων σχέσεων, δεν είμαι σίγουρη ότι η διακριτικότητα και η υπομονή είναι τα δυνατά του σημεία.
Αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερη πίεση από τον Σερ Άλοκ Σάρμα, τον πρόεδρο της COP στη Γλασκώβη το 2021, ο οποίος προσπάθησε πολύ να μην δακρύσει μετά τις αλλαγές της τελευταίας στιγμής που αποδυνάμωσαν μια συμφωνία για τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα.
Ο Σάρμα, πολιτικός του Ηνωμένου Βασιλείου, γνωρίζει καλά τι θα αντιμετωπίσει ο Τζαμπέρ. «Πιστεύω ότι θα δούμε μεγάλη πίεση από πολλές χώρες αποφασισμένες να χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένη φρασεολογία για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, όχι μόνο του άνθρακα, στη διαπραγματευόμενη συμφωνία στο Ντουμπάι», μου είπε.
Η COP28 έρχεται επίσης σε μια εποχή πολλαπλασιαζόμενων κρίσεων εξωτερικής πολιτικής. Η γεωπολιτική αναβλύζει σε κάθε COP, αλλά φέτος έχει εντυπωσιακή επίδραση στις συναντήσεις. Κάθε μία φιλοξενείται από ένα διαφορετικό έθνος που επιλέγεται από μια εναλλασσόμενη ομάδα περιοχών, και ο υποψήφιος συνήθως επιλέγεται πολύ πριν από τις τεράστιες συγκεντρώσεις.
Η Βραζιλία ανακοίνωσε τον Μάιο ότι θα φιλοξενήσει την COP του 2025. Αλλά, αξιοσημείωτο είναι ότι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν γνωρίζουμε ακόμη πού θα διεξαχθεί η COP του επόμενου έτους. Είναι η σειρά μιας ομάδας ανατολικοευρωπαϊκών κρατών και η Μόσχα έχει αντιταχθεί σε έναν οικοδεσπότη από την ΕΕ, ο οποίος αντιτίθεται στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Είναι χάος», λέει ο Τομ Έβανς από το think-tank για το κλίμα E3G. «Σίγουρα αιωρείται πάνω από τις διαπραγματεύσεις της COP28». Το ίδιο και η σύρραξη στη Μέση Ανατολή. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν ανακούφιση το γεγονός ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ, οι δύο μεγαλύτεροι ρυπαντές στον κόσμο, δεσμεύτηκαν πρόσφατα να συνεργαστούν για μέτρα για το κλίμα, αν και δεν είναι σαφές τι μπορεί να επιφέρει αυτή η εξέλιξη.
Ποιος ευθύνεται λοιπόν περισσότερο για τον υποτονικό ρυθμό των αλλαγών από το 2015; Κατά μία έννοια, όλοι μας. Ο κόσμος δεν προσπάθησε ποτέ να ανατρέψει το παγκόσμιο ενεργειακό του σύστημα με τον ρυθμό που γνωρίζουμε τώρα ότι απαιτείται. Η αλλαγή δεν ήταν ποτέ πιθανό να είναι ομαλή.
Θυμάμαι ακόμη τη διάθεση έκπληκτης δυσπιστίας στη COP του Νοεμβρίου του 2016 στο Μαρακές, η οποία ξεκίνησε μια ημέρα πριν οι ΗΠΑ εκλέξουν έναν πρόεδρο, τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε ορκιστεί να «ακυρώσει» τη συμφωνία του Παρισιού.
Ένας από τους πρώτους πολιτικούς που πανηγύρισε για τη νίκη του Τραμπ ήταν ένας άλλος σκεπτικιστής της πράσινης μετάβασης, ο Γκέερτ Βίλντερς, του οποίου το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας έφτασε την περασμένη εβδομάδα σε μια εκλογική νίκη-σοκ στην Ολλανδία, η οποία ίσως να μην είναι η τελευταία του είδους της στην Ευρώπη.
Ορισμένες ομάδες φέρουν συγκεκριμένη ευθύνη, μεταξύ αυτών οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων που άσκησαν ενεργά πιέσεις για την επιβράδυνση των πράσινων πολιτικών. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας.
Περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου πετρελαίου και φυσικού αερίου προέρχεται από αναπτυσσόμενες χώρες μεσαίου εισοδήματος, οι οποίες εξαρτώνται από τα έσοδα από τα ορυκτά καύσιμα και αντιμετωπίζουν μεγάλα εμπόδια για να απομακρυνθούν από αυτά. Σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, οι πραγματικοί ή αντιληπτοί κίνδυνοι των επενδυτών σημαίνουν ότι το κόστος κεφαλαίου για ένα ηλιακό πάρκο είναι έως και τρεις φορές υψηλότερο από ό,τι στις πλούσιες χώρες.
Οι πλούσιες χώρες δήλωσαν το 2009 ότι θα κινητοποιούσαν 100 δισ. δολάρια ετησίως για τη χρηματοδότηση του κλίματος μέχρι το 2020 για να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες. Αλλά τα χρήματα αυτά δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί επίσημα και, ακόμη και όταν επιβεβαιωθούν, δεν θα είναι ούτε κατά διάνοια αρκετά.
Μεγάλα ονόματα του ιδιωτικού τομέα έχουν προβάλει τολμηρούς ισχυρισμούς σχετικά με την κάλυψη μέρους του χρηματοδοτικού κενού για το κλίμα. «Κινούμε τη χρηματοδότηση ταχύτερα από οποιαδήποτε από αυτές τις περιβαλλοντικές ομάδες», δήλωσε στο BBC το 2021 ο Λάρι Φινκ, επικεφαλής του κολοσσού της διαχειριστή κεφαλαίων BlackRock. Αλλά η πρόοδος ήταν αργή, ακόμη και στις πλουσιότερες χώρες. Η υποστήριξη της BlackRock σε κλιματικές και κοινωνικές προτάσεις έχει μειωθεί, όπως και άλλων διαχειριστών κεφαλαίων, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι των ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει τις εταιρείες ότι είναι πολύ «αφυπνισμένες» (“woke”).
Παρά όλες αυτές τις απογοητεύσεις και τις λανθασμένες εκκινήσεις, είναι ακόμα δυνατό να φανταστεί κανείς ότι πλησιάζει ένα κλιματικό ορόσημο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι COPs, παρά τα ελαττώματά τους, δεν ήταν καθόλου άσκοπες.
Πάντα ανάγκαζαν τις κυβερνήσεις να εμφανιστούν και να εξηγήσουν τις πολιτικές για το κλίμα που θα προτιμούσαν να υποβαθμίσουν. Αλλά έχουν επίσης αποδειχθεί τρομερές στην κανονικοποίηση ιδεών που θεωρούνταν επί μακρόν ριζοσπαστικές, όπως η ανάγκη επίτευξης καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι τα μέσα αυτού του αιώνα.
Το net zero έγινε κυρίαρχη ιδέα μόνο αφότου η COP του Παρισιού το 2015 ζήτησε από μια ομάδα επιστημόνων του ΟΗΕ να εξετάσει τι θα χρειαζόταν για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Οι ερευνητές επέστρεψαν το 2018 με συνταρακτικά νέα: οι ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να μειωθούν σχεδόν στο μισό από τα επίπεδα του 2010 έως το 2030 και να φτάσουν στο καθαρό μηδέν περίπου έως το 2050.
Αποκαλύπτοντας πόσο γρήγορα πρέπει να μειωθούν οι εκπομπές, τα ευρήματα αυτά άνοιξαν το «παράθυρο του Όβερτον» - το εύρος των πολιτικά αποδεκτών ιδεών. Οι μισές από τις 2.000 μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου και περισσότερες από 150 χώρες έχουν πλέον θέσει ή προτείνει στόχο για net zero.
Ομοίως, οι προσπάθειες για την αναμόρφωση των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να διοχετεύεται περισσότερη χρηματοδότηση για το κλίμα στις φτωχότερες χώρες, ξεκίνησαν αφού οι ηγέτες υπερασπίστηκαν την ιδέα στη Γλασκώβη το 2021. Οι κυβερνήσεις κατανοούν αυτή τη νομιμοποιητική δύναμη των COP. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η COP28 είναι έτοιμη για άλλη μια λυσσαλέα αναμέτρηση για τα ορυκτά καύσιμα. Τίποτα δεν θα αλλάξει ως δια μαγείας, ό,τι κι αν συμφωνηθεί, αλλά το παγκόσμιο μήνυμα θα είναι αδιαμφισβήτητο. Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι τεκτονικές πλάκες της παγκόσμιας οικονομίας δείχνουν επιτέλους σημάδια μετακίνησης προς μια συντονισμένη πράσινη κατεύθυνση.
Η Κίνα εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο με μεγάλη διαφορά. Αλλά ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι η μεγάλη έκρηξη της πράσινης ενέργειας θα προκαλέσει μείωση των εκπομπών το επόμενο έτος και ενδεχομένως μακροπρόθεσμη μείωση.
Η κυριαρχία του Πεκίνου στις καθαρές τεχνολογίες του μέλλοντος συνέβαλε επίσης στο να παροτρύνει τις ΗΠΑ να περάσουν τον μεγαλύτερο νόμο για το κλίμα στην ιστορία τους. Αυτό με τη σειρά του ώθησε την ΕΕ να αναβαθμίσει τις πράσινες βιομηχανικές πολιτικές της.
Οι κινήσεις αυτές αναμένεται να συμβάλουν στην επιτάχυνση της εξάπλωσης φθηνότερων, καθαρότερων τεχνολογιών που ήδη αναπτύσσονται με εκθετικούς ρυθμούς σε ορισμένες χώρες. Και αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει την κατάργηση των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων και άλλων φραγμών στην ενεργειακή μετάβαση.
Πολιτικοί όπως ο Γκέερτ Βίλντερς και ο Ντόναλντ Τραμπ θα προσπαθήσουν να αντιστρέψουν αυτές τις τάσεις. Αλλά όσο περισσότερο αυξάνονται τα έσοδα των πράσινων επιχειρήσεων, τόσο πιο δύσκολο γίνεται αυτό. Με άλλα λόγια, μπορεί να φτάσουμε στο σημείο όπου τα κυριότερα εμπόδια για την ταχύτερη ανάληψη δράσης για το κλίμα δεν είναι οικονομικά ή τεχνολογικά, αλλά πολιτικά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιτυχία αυτή είναι εγγυημένη. Οι πολιτικοί που σκέφτονται «πράσινα» στοιχειώνονται εδώ και καιρό από τα λόγια του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος είπε κάποτε: «Όλοι ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά δεν ξέρουμε πώς να επανεκλεγούμε μόλις το κάνουμε».
Αυτή η κοινοτοπία γίνεται όλο και πιο εύστοχη όταν δρομολογούνται εμπεριστατωμένες στρατηγικές για το κλίμα. Ρωτήστε τους πολιτικούς στη Γερμανία που έχουν πληγωθεί από την πρόσφατη προσπάθειά τους να επεκτείνουν τη χρήση αντλιών θερμότητας. Ωστόσο, αρχίζουμε να βλέπουμε αποδείξεις ότι η δράση για το κλίμα μπορεί να κερδίσει ψήφους αντί να τις χάσει. Το 2018, η κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος της Ισπανίας προχώρησε σε συμφωνία για την αποζημίωση των εργαζομένων και των πόλεων για το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων σε τρεις βόρειες επαρχίες. Οι ψήφοι του κόμματος στις περιοχές αυτές αυξήθηκαν στις εθνικές εκλογές του Απριλίου 2019, σε σύγκριση με παρόμοιες περιοχές, όπως δείχνει πρόσφατη μελέτη Ευρωπαίων ακαδημαϊκών.
Η συμφωνία αυτή αφορούσε λιγότερους από 1.700 εργαζόμενους στον άνθρακα, ο κλάδος του οποίου βρισκόταν σε παρακμή. Δεν είναι καν κοντά στο να επαναληφθεί παγκοσμίως σε πιο περίπλοκες αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά δείχνει τι είναι πολιτικά δυνατό.
Και αυτό αντικατοπτρίζει μια σημαντική πραγματικότητα σχετικά με την ελικοειδή πορεία της παγκόσμιας δράσης για το κλίμα. Ξεκινήσαμε πολύ αργά. Προχωράμε πολύ αργά. Η κορύφωση των παγκόσμιων εκπομπών φαίνεται πιο κοντά από ποτέ, παρ’ όλο που είναι ακόμα πολύ δύσκολο να φανταστούμε τις δραματικές μειώσεις που απαιτούνται.
Ωστόσο, καταλαβαίνουμε καλύτερα από ποτέ τι πρέπει να γίνει. Πολλά από τα εναπομείναντα εμπόδια είναι πολιτικά και, για πρώτη φορά, αρχίζουμε να βλέπουμε πώς θα μπορούσαν τελικά να ξεπεραστούν.
Πηγή: Euro2day.gr/Financial Times
Pilita Clark, δημοσιογράφος Financial Times