Είναι γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των ειδικών αποδίδει τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ή τουλάχιστον τη συχνότητα εμφάνισης των φαινομένων αυτών, στην κλιματική αλλαγή, που συμβαίνει σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι φονικές πυρκαγιές, οι καταστροφικές πλημμύρες, η ξηρασία, η ερημοποίηση κ.λπ. θεωρούνται ως το αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη από τις οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων, μέσω των οποίων εκπέμπονται ρύποι και καταστρέφεται η ισορροπία της φύσης.
Τέτοια φαινόμενα είναι όλο και συχνότερα και μάλιστα σε περιοχές του κόσμου που σπάνια συνέβαιναν, όπως π.χ. ο βόρειος Καναδάς και η Χαβάη, με τις γνωστές πρόσφατες τεράστιες πυρκαγιές. Ταυτόχρονα, πλημμυρικά φαινόμενα στην Κίνα, καύσωνες στη βόρεια Ευρώπη κ.ά. γίνονται όλο και περισσότερο ακραία, όλο και περισσότερο συχνά. Παρόμοια φαινόμενα συμβαίνουν πρωτίστως στις μεσογειακές χώρες, που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν από το εύκρατο κλίμα, χωρίς τις ακραίες υψηλές θερμοκρασίες και τις πλημμύρες, ενώ οι πυρκαγιές, που ήταν πάντοτε το μεγάλο ζήτημα του μεσογειακού δάσους, γίνονται πλέον συχνότερες και καταστροφικότερες, κυρίως λόγω των παρατεταμένων περιόδων καύσωνα.
Προφανώς όλα αυτά προκαλούν τεράστιες φυσικές καταστροφές, κοστίζουν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες, ερημώνουν ολόκληρες περιοχές από άγρια ζώα και σπάνια φυτά, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν την αγροτική παραγωγή. Το κόστος είναι συχνά ανυπολόγιστο. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνο με το χρηματικό κόστος επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, γιατί τέτοια επαναφορά είναι αδύνατη, κυρίως αν πρόκειται για ανθρώπινες ζωές ή για ανθρώπινο πόνο από την καταστροφή σε όρους φυσικούς (αναπηρίες) και σε ψυχολογικούς (κατάθλιψη).
Είναι συνεπώς απολύτως απαραίτητες η πρόληψη και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για όλες αυτές τις φυσικές καταστροφές και γενικότερα για την ανατροπή της ισορροπίας της φύσης. Ετσι, οι αναπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη και στην Αμερική προσπαθούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους μέσα από παγκόσμιες διασκέψεις του ΟΗΕ για το κλίμα, ώστε να περιορίσουν τουλάχιστον την εντεινόμενη κλιματική αλλαγή (βλ. Συμφωνία Παρισίων, COP 27στην Αίγυπτο).
Η βιομηχανική και η αγροτική παραγωγή θεωρούνται κυρίως υπεύθυνες για την εκπομπή καταστροφικών αερίων (κυρίως διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου) στην ατμόσφαιρα. Καθώς οι δραστηριότητες αυτές χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα για να παράξουν βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα, γίνεται προσπάθεια από τις αναπτυγμένες χώρες και κυρίως τις ευρωπαϊκές να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, δηλαδή τον αέρα και τον ήλιο, προκειμένου να περιοριστεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ταυτόχρονα, θέτουν περιορισμούς στη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων για την αγροτική παραγωγή και επιβάλλουν ποινές για την ρύπανση του περιβάλλοντος από τη βιομηχανική παραγωγή (ο ρυπαίνων πληρώνει).
Συνεπώς, πέρα από το κόστος επανόρθωσης των φυσικών καταστροφών, οι προαναφερόμενοι περιορισμοί για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, αλλά και η εγκατάσταση συστημάτων πρόληψης, έχουν σημαντικό κόστος. Αυτό το κόστος το πληρώνουν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, οι ανεπτυγμένες χώρες, ενώ αντίθετα μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, ελάχιστα συνεισφέρουν σε αυτή την προσπάθεια, απέχοντας από παρόμοιους περιορισμούς. Ετσι, η βιομηχανική και η αγροτική παραγωγή γίνονται ακριβότερες και μικρότερες στις ανεπτυγμένες χώρες και κυρίως στην Ευρώπη σε σχέση με την αντίστοιχη παραγωγή σε άλλες χώρες κυρίως αναπτυσσόμενες (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) παρότι και αυτές, σε σημαντικό βαθμό, είναι υπεύθυνες για τη ρύπανση του πλανήτη.
Το ζήτημα του παγκόσμιου ανταγωνισμού της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής μεταξύ του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, ως αποτέλεσμα των περιορισμών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, έχει τεθεί από πολλούς μελετητές. Οσο και αν η τελειότερη τεχνολογία στον αναπτυγμένο κόσμο μπορεί να αντισταθμίσει το αυξημένο κόστος παραγωγής τους, το πρόβλημα παραμένει όσο ο αναπτυσσόμενος κόσμος δεν υιοθετεί ανάλογους αυστηρούς περιορισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος με αυτούς του αναπτυγμένου κόσμου. Το πρόβλημα αυτό εμφανίστηκε πιο καθαρά μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπου η μείωση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων διεθνώς οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ενωση να αναθεωρήσει προσωρινά την αυστηρότητά της απέναντι στην εφαρμογή περιβαλλοντικών περιορισμών (Πράσινη Συμφωνία) στην αγροτική της παραγωγή της προκειμένου να αυξηθεί.
Είναι συνεπώς αναγκαίο το κόστος της προσπάθειας αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής να κατανεμηθεί δικαιότερα μεταξύ όλων των χωρών του κόσμου, ώστε και η αντιμετώπιση του φαινομένου να είναι αποτελεσματικότερη, αλλά και το βάρος της να μην πέφτει εξ ολοκλήρου στις ανεπτυγμένες χώρες.
Πηγή: Real.gr
Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ