Η νέα Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος σχετικά με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες. Τα μηνύματα και οι ενδείξεις που προκύπτουν, μέσα από τις σχεδόν 3000 σελίδες έκτασής της, είναι πρόδηλα. Αν θέλουμε να τα συνοψίσουμε σε δύο προτάσεις, αυτές θα ήταν αφενός ότι «η ώρα για δράση είναι τώρα» και αφετέρου ότι «η στόχευση για την κατά το ήμισυ μείωση των παγκόσμιων εκπομπών μέχρι το 2030, είναι ρεαλιστική και επιτεύξιμη».
Μερικά σημαντικά σημεία της έκθεσης είναι τα εξής:
-
Οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου βρίσκονται στο ιστορικά υψηλότερο επίπεδο τους, με τον ρυθμό αύξησης τους όμως, να βαίνει μειούμενος.
-
Οι τρέχουσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και τα ιστορικά δεδομένα εκπομπών διοξειδίου άνθρακα, σε καμία περίπτωση, δεν κατανέμονται ομοιόμορφα. Το ανώτερο 10% των πιο ρυπογόνων νοικοκυριών ευθύνεται για το 45% των σημερινών εκπομπών σε αντίθεση με το κατώτερο 50%, το οποίο συμβάλλει στην ρύπανση κατά ένα ποσοστό της τάξης του 15%.
-
Η δυνατότητα μείωσης των εκπομπών σε έναν ευρύ χρονικό ορίζοντα είναι ρεαλιστική. Πιο αναλυτικά, δεκαοκτώ χώρες έχουν καταφέρει να μειώνουν τις εκπομπές τους τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης, για «περισσότερα από 10 χρόνια». Παρ’ όλα αυτά, οι μειώσεις αυτές έχουν αντισταθμίσει μόνο μερικώς, τον ρυθμό ανάπτυξης των παγκόσμιων εκπομπών.
-
Έχουν εντοπιστεί δραστικές μειώσεις στο κόστος κρίσιμων τεχνολογιών (για παράδειγμα, στις τεχνολογίες ηλιακής ενέργειας και μπαταριών παρατηρείται μείωση της τάξης του 85% ενώ σε αυτές της αιολικής, στο 55% την περασμένη δεκαετία) ενώ οι διαδικασίες υλοποίησης, εγκατάστασης και εφαρμογής τους πραγματοποιούνται με όλο και ταχύτερο ρυθμό.
-
Οι τεχνολογίες μεγάλης κλίμακας που στοχεύουν στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, όπως η πυρηνική και οι τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα, παρουσιάζουν μηδαμινές μειώσεις κόστους και αναπτύσσονται με σχετικά μικρή ταχύτητα.
-
Οι κλιματικές πολιτικές κρίνονται ως λειτουργικές αλλά όχι αρκούντως αποτελεσματικές υπό το πρίσμα του χρόνου, καθώς μόλις το 53% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου καλύπτονται από άμεσες νομοθεσίες που στοχεύουν στην μείωση αυτών. Παράλληλα, ενώ οι χρηματοοικονομικές ροές που σχετίζονται με το κλίμα αυξάνονται, παραμένουν κάτω από τον στόχο των $100 δις που τέθηκε το 2020.
-
Οι τρέχουσες κλιματικές πολιτικές των χωρών καθώς και οι δεσμεύσεις τους χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό ως ανεπαρκείς. Να σημειωθεί ότι οι τρέχουσες πολιτικές συνεπάγονται και οδηγούν σε μια αύξηση κοντά στους 2,2-3,2°C έως το 2100 (εδώ σχετική καθοριστική μελέτη του ερευνητικού έργου PARIS REINFORCE, υπό τον συντονισμό του ΕΜΠ), δηλαδή αρκετά πάνω από τον πολυπόθητο στόχο των 1,5°C.
-
Υπάρχει πληθώρα υποδομών υψηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες είναι ικανές να εκτροχιάσουν τον προϋπολογισμό του στόχου. Για παράδειγμα, για την επίτευξη των 1,5°C δεν υπάρχουν περιθώρια για νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα και τα υπάρχοντα εργοστάσια πρέπει να αποσυρθούν έγκαιρα.
-
Για πρώτη φορά, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος, αφιερώνει ένα κεφάλαιο σχετικά με την άμβλυνση των εκπομπών από την πλευρά της ζήτησης, κάνοντας αναφορά σε αλλαγή διατροφικών μοντέλων, μοτίβων μετακινήσεων και αποδοτικότητας υλικών. Αυτές οι δράσεις δύνανται να οδηγήσουν σε μείωση των εκπομπών των τελικών χρηστών σε ένα ποσοστό της τάξης του 40%-70%.
-
Σύμφωνα με «την πλειονότητα της έγκυρης επιστημονικής βιβλιογραφίας», τα οικονομικά οφέλη από τον περιορισμό της αύξησης στους 2°C υπερέχουν έναντι του κόστους επίτευξης του συγκεκριμένου στόχου. Τα μέτρα περιορισμού της αύξησης στους 2°C θα οδηγήσουν σε μείωση της ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 0,14% (ως ανώτατο όριο).
Προλογίζοντας την παρουσίαση της Έκθεσης, ο ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών, Antonio Guterres, άσκησε δριμεία κριτική στους ηγέτες των κρατών, κάνοντας λόγο για κενές υποσχέσεις. Το περιθώριο αντίδρασης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στενεύει επικίνδυνα, εάν το παραγωγικό μοντέλο δεν αλλάξει ριζικά. Ίσως αυτή να είναι τελευταία Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής που αφήνει ακόμα ελπίδες για τη διαφύλαξη της πλανητικής ακεραιότητας. Θα σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων;
Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ).