To 2023 μας επιφύλαξε έντονα και καταστροφικά κλιματικά φαινόμενα σε όλες τις κλίμακες: την παγκόσμια, την περιφερειακή (Ευρώπη – Μεσόγειος) και την τοπική (Ελλάδα). Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις τα κλιματικά φαινόμενα εμφάνισαν χαρακτηριστικά που ανησυχούν ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα, δηλαδή την επιμονή (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αυξημένη χρονική διάρκεια των καυσώνων στο βόρειο ημισφαίριο) αλλά και τη συνδυασμένη εμφάνισή τους, γεγονός που ουσιαστικά σημαίνει ότι το ένα φαινόμενο τροφοδοτεί το επόμενο, διευρύνοντας έτσι τις επιπτώσεις τους (βλ. το φαινόμενο «Daniel» και τις επιπτώσεις του στον Θεσσαλικό Κάμπο).
Αν όλα αυτά που συνέβησαν το 2023 αποτελούν τη νέα κανονικότητα που θα αφορά και το 2024, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί. Ομως, υπάρχει μια κανονικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δηλαδή η αύξηση της θερμοκρασίας (που ήδη στη Μεσόγειο είναι +1,3 βαθμοί Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο), η αυξημένη διάρκεια και ένταση των καυσώνων και οι συχνότερες διαταραχές της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας, που μπορεί να οδηγήσουν σε ακραία –κυρίως πλημμυρικά– φαινόμενα.
Κλιματική κρίση και ενέργεια: Αποτίμηση προκλήσεων στην εκπνοή του 2023
Το στοίχημα κατά συνέπεια για το 2024 περιγράφεται σε δύο λέξεις: ανθεκτικότητα και προσαρμογή. Πώς δηλαδή κρίσιμοι τομείς της οικονομίας, όπως η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός, θα θωρακιστούν απέναντι στους κλιματικούς κινδύνους, πώς οι πόλεις θα μετασχηματισθούν για να αντιμετωπίσουν τους καύσωνες και τις πλημμύρες, αλλά και πώς θα προστατευθεί το πολύτιμο φυσικό κεφάλαιο από τις δασικές πυρκαγιές και την αυθαίρετη (ή και τη «νόμιμη», βλ. το παράδοξο των δασικών χαρτών) δόμηση.
Για να έχει νόημα η προσπάθεια, για να μην αφορά δηλαδή μόνο το 2024 αλλά και τις επόμενες δύο δεκαετίες, η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο στην αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της χώρας μας, από τα περιφερειακά χωρικά πλαίσια και τα σχέδια διαχείρισης υδάτων, μέχρι τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια όλων των περιοχών της χώρας.
Οριζόντια είναι και η ανάγκη για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους κλάδους της δραστηριότητας, από τη βιομηχανία μέχρι τα κτίρια, ώστε να μειωθεί η ενεργειακή ζήτηση (γεγονός που θα κάνει ευκολότερη την κάλυψη των αναγκών και την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας) και για την κατάρτιση διαχειριστικών σχεδίων για την προστασία της γεωργικής παραγωγής (ειδικά από τη Θεσσαλία και νοτιότερα).
Απαραίτητη είναι επίσης η κατάρτιση σχεδίων για την προσαρμογή τουριστικών περιοχών που υφίστανται ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ή εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο τις ερχόμενες δεκαετίες, όπως και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της κλιματικής αλλαγής στον σχεδιασμό όλων των μεγάλων νέων υποδομών (από γέφυρες και αεροδρόμια μέχρι ξενοδοχεία και μαρίνες), που συνήθως έχουν χρόνο ζωής που μετριέται σε δεκαετίες.
Το στοίχημα για το 2024 περιγράφεται σε δύο λέξεις: ανθεκτικότητα και προσαρμογή. Πώς, δηλαδή, κρίσιμοι τομείς της οικονομίας, όπως η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός, θα θωρακιστούν απέναντι στους κινδύνους, πώς οι πόλεις θα αντιμετωπίσουν καύσωνες και πλημμύρες, αλλά και πώς θα προστατευθεί το πολύτιμο φυσικό κεφάλαιο.
Φυσικό κεφάλαιο
Αν ξεχώριζα ένα σχέδιο ανθεκτικότητας και προσαρμογής, αυτό θα ήταν για το φυσικό κεφάλαιο της χώρας (τις περιοχές φυσικού κάλλους του δικτύου Natura, που απλόχερα καταγράφονται). Πρόκειται για περιοχές που θεσμοθετήθηκαν σταδιακά από το 1996 και μετά και που παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία 2 έτη, εξακολουθούν να μη διαθέτουν θεσμοθετημένα σχέδια διαχείρισης και προστασίας (με πολύ λίγες εξαιρέσεις, στα δάκτυλα του ενός χεριού). Ως αποτέλεσμα, δέχονται πιέσεις που τις υποβαθμίζουν αλλά και δίνεται χώρος σε προσπάθειες μεταβολής του χαρακτήρα τους, δήθεν γιατί εμποδίζουν την ανάπτυξη. Στην ανάγνωσή μου ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να αποτελεί εθνικό στοίχημα, ιδιαίτερα στην παρούσα περίοδο κατά την οποία οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον ενισχύονται.
Συχνά δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχουν παρεμβάσεις στη φύση, λ.χ. η μείωση της κοίτης των χειμάρρων και των ποταμών (με απλά λόγια το μπάζωμα), ο περιορισμός της έκτασης λιμναίων εκτάσεων, η δόμηση σε ευαίσθητες ζώνες στις πόλεις και την ύπαιθρο, που μπορούν να δρομολογηθούν χωρίς συνέπειες. Ομως, τα παραδείγματα της Μάνδρας –όπου η ροή των υδάτων ακολούθησε τη φυσική της πορεία με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα–, οι καταστροφές από τον «Ιανό» στην ευρύτερη περιοχή της Καρδίτσας –όταν το νερό από την ακραία βροχόπτωση κατέλαβε το σύνολο της αρχικής κοίτης του χειμάρρου αντί της περιορισμένης σε εύρος και παροχέτευση κοίτης που είχε προκύψει από τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής–, αλλά και η «επιστροφή» της λίμνης Κάρλας στα αρχικά της όρια, με αποτέλεσμα τον πλημμυρισμό των αγροτικών εκτάσεων στο νότιο τμήμα του Θεσσαλικού Κάμπου, αποδεικνύουν –ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική αλλαγή– τη σοφία της λαϊκής γνώσης «ο ξένος και το ποτάμι γυρνούν στον τόπο τους.
Πηγή: Καθημερινή
Κωνσταντίνος Καρτάλης, καθηγητής ΕΚΠΑ και μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την κλιματική αλλαγή.