ΟΗΕ: Δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι εκπομπών για το κλίμα το 2030

Body

Οι μεγάλες οικονομίες θα παράξουν υπερδιπλάσια ποσότητα άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2030 από ό,τι συνάδει με την επίτευξη των στόχων για το κλίμα που ορίστηκαν στην συμφωνία του Παρισιού το 2015 για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ανακοίνωσε σήμερα ο ΟΗΕ και ερευνητές.

Η έκθεση για το χάσμα ανάμεσα στην ετήσια παραγωγή και τους στόχους για το κλίμα την οποία εκδίδει το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (UNEP) υπολογίζει τη διαφορά ανάμεσα στην προγραμματισμένη παραγωγή ορυκτών καυσίμων των κυβερνήσεων και τα επίπεδα παραγωγής που είναι συμβατά με την επίτευξη των ορίων στην άνοδο της θερμοκρασίας που ορίστηκαν στο Παρίσι.

Βάσει της συμφωνίας αυτής, οι χώρες έχουν δεσμευτεί για την επίτευξη ενός μακρυπρόθεσμου στόχου περιορισμού της μέσης αύξησης της θερμοκρασίας στον πλανήτη σε λιγότερους από 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και επίσης ότι θα καταβάλουν προσπάθειες για τον περαιτέρω περιορισμό της στον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Η έκθεση, η οποία συντάχθηκε μετά την ανάλυση των στοιχείων 15 μεγάλων παραγωγών ορυκτών καυσίμων, συμπεραίνει ότι αυτοί σχεδιάζουν να παράξουν συνολικά περίπου 110% περισσότερα ορυκτά καύσιμα το 2030 από την ποσότητα που θα ήταν συμβατή με τον στόχο για περιορισμό της ανόδου των θερμοκρασιών στον 1,5 βαθμό Κελσίου και 45% περισσότερο από αυτήν που θα ήταν συμβατή με τον στόχο των 2 βαθμών.

Το μέγεθος του χάσματος δεν μειώθηκε πολύ από αυτό που προέβλεπε η έκθεση του UNEP το 2020, επισημαίνεται από τους συντάκτες της φετεινής έκθεσης.

Οι χώρες που εξετάστηκαν στην έκθεση είναι οι: Αυστραλία, Βραζιλία, Καναδάς, Κίνα, Γερμανία, Ινδία, Ινδονησία, Μεξικό, Νορβηγία, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Νότια Αφρική, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Βρετανία και ΗΠΑ.

Εκπρόσωποι από σχεδόν 200 χώρες θα συναντηθούν στην Γλασκώβη της Σκωτίας από τις 31 Οκτωβρίου ως τις 12 Νοεμβρίου στην διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, την COP26, η οποία έχει στόχο να ενισχυθεί η δράση για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015.

Αύξηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων ως το 2040

Παρά τις προσπάθειες να ενισχυθούν οι στόχοι για το κλίμα, οι περισσότεροι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου και αερίου σχεδιάζουν να αυξήσουν την παραγωγή ως το 2030 ή πέραν αυτού, ενώ διάφοροι μεγάλοι παραγωγοί άνθρακα σχεδιάζουν να συνεχίσουν ή ακόμη και να αυξήσουν την παραγωγή, υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Τα σχέδια των 15 χωρών που αναλύθηκαν προβλέπουν αύξηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων έως ότου τουλάχιστον το 2040.

Αυτό θα οδηγήσει σε περίπου 240% περισσότερο άνθρακα, 57% περισσότερο πετρέλαιο και 71% περισσότερο φυσικό αέριο το 2030 από αυτό που απαιτείται για να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Από τα τρία αυτά ορυκτά καύσιμα, η παραγωγή αερίου προβλέπεται να αυξηθεί περισσότερο μεταξύ του 2020 και του 2040 βάσει των σχεδίων των κυβερνήσεων.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανακοίνωσε τον Μάιο ότι οι επενδυτές δεν θα πρέπει να χρηματοδοτούν νέα σχέδια προμήθειας πετρελαίου, αερίου και άνθρακα αν ο κόσμος θέλει να επιτύχει ως τα μέσα του αιώνα μηδενικές εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

"Η έρευνα είναι σαφής: η παγκόσμια παραγωγή άνθρακα, πετρελαίου και αερίου θα πρέπει να αρχίσει να μειώνεται αμέσως και απότομα για να είναι συμβατή με τον περιορισμό μακροπρόθεσμα της ανόδου των θερμοκρασιών στον 1,5 βαθμό Κελσίου", δήλωσε ο Πλόι Αχάκουλβισουτ, ένας από τους επικεφαλής στην σύνταξη της νέας έκθεσης.

Αυτή αποτελεί έργο του UNEP, όπως και ειδικών από το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος της Στοκχόλμης, του Διεθνούς Ινστιτούτου Βιώσιμης Ανάπτυξης και τις δεξαμενές σκέψης E3G και ODI.

Αρθρογράφος
Κύριος χαρακτηρισμός περιεχομένου
Image
Επικεφαλίδα

Η έκθεση, η οποία συντάχθηκε μετά την ανάλυση των στοιχείων 15 μεγάλων παραγωγών ορυκτών καυσίμων, συμπεραίνει ότι αυτοί σχεδιάζουν να παράξουν συνολικά περίπου 110% περισσότερα ορυκτά καύσιμα το 2030 από την ποσότητα που θα ήταν συμβατή με τον στόχο για περιορισμό της ανόδου των θερμοκρασιών στον 1,5 βαθμό Κελσίου και 45% περισσότερο από αυτήν που θα ήταν συμβατή με τον στόχο των 2 βαθμών.