Τα κριτήρια ESG (κριτήρια Περιβαλλοντικής, Κοινωνικής και Εταιρικής Διακυβέρνησης) δεν αποτελούν πλέον απλώς ένα διαφημιστικό τέχνασμα ή μια τυπική δέσμευση για τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα υποχρεώνεται να υιοθετήσει τα κριτήρια ESG για να ανταποκριθεί τόσο στο εθνικό και ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο όσο και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της σε έναν συνεχώς εξελισσόμενο παγκοσμιοποιημένο επιχειρηματικό κόσμο. Αυτές οι απαιτήσεις δεν προέρχονται μόνο από τη νομοθεσία, όπως το Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD) και οι εθνικοί νόμοι (ν. 4548/2018), αλλά και από τις τράπεζες (πλατφόρμες «Τειρεσία» και ESGr), τους επενδυτές (οδηγία Taxonomy, δείκτης ESG Χρηματιστηρίου Αθηνών) και τους προμηθευτές (π.χ. ν. 4412/2016 και ν. 4782/2021 για το Δημόσιο), που αναζητούν υιοθέτηση αυστηρών κριτηρίων ESG στις συνεργασίες τους. Σε αυτό το νέο περιβάλλον, το ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν περιορίζεται απλώς στο αν η εφαρμογή των ESG είναι επωφελής βραχυχρόνια, αλλά αν αποτελούν επίσης καταλύτη για την ανταγωνιστικότητα και τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους. Αρα, κατά πόσο προχωρώντας πέρα από τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία καταφέρνουν οι επιχειρήσεις να συμβάλουν ουσιαστικά στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων τους.
Ο διάλογος για την ωφέλεια από την υιοθέτηση των κριτηρίων ESG απασχολεί τελευταία και την επιστημονική κοινότητα, με την πλειονότητα των ερευνών να καταλήγουν πως μια επιστημονικά θεμελιωμένη ενσωμάτωση των ESG πρακτικών δύναται να είναι εξαιρετικά επωφελής για την επιχειρηματική κοινότητα και την κοινωνία. Πέρα από τη σημασία της ευέλικτης και καλά σχεδιασμένης νομοθεσίας, καθοριστικός παράγοντας είναι τα διοικητικά στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή των κριτηρίων ESG. Οι γνώσεις, οι δεξιότητες και η εμπειρία τους δύνανται να αποτελέσουν τον καταλύτη, ώστε οι επιχειρήσεις όχι μόνο να υιοθετήσουν αποτελεσματικά τα ESG πρότυπα, αλλά και να αναπτύξουν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αποκομίζοντας τα μέγιστα δυνατά οφέλη.
Αρκετές έρευνες επισημαίνουν μια σημαντική έλλειψη κατάλληλα καταρτισμένων διοικητικών στελεχών που ασχολούνται με τα ζητήματα ESG. Αυτό έχει ως συνέπεια τα υπάρχοντα στελέχη των επιχειρήσεων και οργανισμών, λόγω της έλλειψης γνώσης, να αποθαρρύνουν την προληπτική (proactive) υιοθέτηση τέτοιων σχεδίων, προωθώντας αναχρονιστικές αντιλήψεις που στηρίζονται στην αντίδραση (reactive approach) μόνο όταν επιβάλλεται από το νομοθετικό πλαίσιο. Το πιο σοβαρό πρόβλημα που ανακύπτει από την απουσία εκπαιδευμένων στελεχών είναι η επιφανειακή εφαρμογή των κριτηρίων ESG, που συχνά περιορίζεται σε δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ. Μολονότι αυτή η προσέγγιση μπορεί προσωρινά να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, σε βάθος χρόνου δεν αποφέρει ουσιαστικά οφέλη και ίσως να οδηγήσει σε κριτικές για greenwashing (ψευδοοικολογική σήμανση), με σοβαρές επιπτώσεις στην εταιρική φήμη και υψηλά χρηματικά πρόστιμα που προβλέπονται στις νέες οδηγίες της Ε.Ε. για παραπλανητική διαφήμιση, σήμανση και οικολογικούς ισχυρισμούς.
Η εξασφάλιση υψηλά καταρτισμένων στελεχών ESG αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τις επιχειρήσεις, καθιστώντας αναγκαία τη δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων υψηλής εξειδίκευσης, τα οποία θα εξοπλίζουν τα στελέχη με την ικανότητα να αντιλαμβάνονται και να προετοιμάζουν στρατηγικές που ευθυγραμμίζονται με τις σύγχρονες απαιτήσεις εταιρικής βιωσιμότητας. Είναι εξαιρετικά επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας υψηλής εξειδίκευσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων ESG, ώστε τα συμμετέχοντα στελέχη να είναι πλήρως προετοιμασμένα να:
Κατανοούν και να διαμορφώνουν τόσο τη βραχυπρόθεσμη όσο και τη μακροπρόθεσμη εταιρική στρατηγική των ESG.
Αποφεύγουν περιστατικά greenwashing σε όλα τα επίπεδα εταιρικής περιβαλλοντικής και κοινωνικής διαχείρισης, από την παραγωγή και τις λειτουργίες μέχρι το προϊόν και τη δημοσιοποίηση σχετικών πληροφοριών.
Εναρμονίζουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές στρατηγικές με τους απολογισμούς βιωσιμότητας και ESG.
Αναπτύσσουν συστήματα διοικητικής βιώσιμης λογιστικής.
Συντάσσουν ολοκληρωμένους απολογισμούς βιωσιμότητας και ESG.
Μετρούν την επίδραση των ESG στην παραγωγικότητα της εταιρείας.
Αξιολογούν την επίδραση των ESG στη φήμη των εταιρειών και την ανταπόκριση των καταναλωτών.
Η επιστημονικά θεμελιωμένη ενσωμάτωση των ESG πρακτικών δύναται να είναι εξαιρετικά επωφελής για την επιχειρηματική κοινότητα και την κοινωνία.
Η ενσωμάτωση των ESG στις επιχειρηματικές στρατηγικές είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία και την εταιρική βιωσιμότητα. Αυτά τα ζητήματα αποτελούν θεμελιώδεις παραμέτρους που πρέπει να καθοδηγούν την εκπαίδευση των στελεχών ESG. Η έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας στον τομέα αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε σοβαρά ανταγωνιστικά μειονεκτήματα, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να αποκλειστούν από διεθνείς συνεργασίες με εταίρους που αποφεύγουν συνειδητά κινδύνους που μεταφέρονται από εταιρείες με ανεπαρκείς πρακτικές ESG. Επιπλέον, η απουσία εξειδικευμένων στελεχών θα επιδεινώσει τα μελλοντικά οικονομικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι τα σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, που βασίζονται στη θεωρία των πόρων και των ικανοτήτων, απαιτούν υψηλό επίπεδο γνώσης και ικανοτήτων για να εξασφαλίσουν διατηρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ως εκ τούτου, η παθητική προσέγγιση στην εφαρμογή των στρατηγικών ESG θα ανακόψει τη μακροχρόνια βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων και των οργανισμών.
Πηγή: Καθημερινή
Ιωάννης Ε. Νικολάου, καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Ανδρέας Α. Παπανδρέου καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημήτριος Π. Μπάλιος αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.