Η ατζέντα της βιώσιμης ανάπτυξης έχει αποκτήσει πλέον θεσμική υπόσταση και τα ESG κριτήρια (Περιβάλλον – Κοινωνία – Διακυβέρνηση) καθορίζουν τη στρατηγική κατεύθυνση χιλιάδων επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο, πέρα και πάνω από την υποχρεωτική συμμόρφωση στην Ευρώπη βάσει πολλών σχετικών οδηγιών.
Στην Ελλάδα, ολοένα και περισσότερες εταιρείες συντάσσουν ESG εκθέσεις και δημοσιοποιούν ESG πληροφορίες και δεδομένα (από 50-100 δεδομένα ανά έκθεση), κυρίως λόγω κανονιστικών πιέσεων (όπως η νέα οδηγία CSRD), όμως ένα κρίσιμο ερώτημα παραμένει.
Πόσα από τα ESG δεδομένα που συλλέγονται τελικά παράγουν προστιθέμενη αξία για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά και τους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς;
Η εμπειρία δείχνει ότι oι περισσότερες εκθέσεις ESG λειτουργούν ως εργαλεία συμμόρφωσης και επικοινωνίας, χωρίς στρατηγική σύνδεση με την καινοτομία ή τον επιχειρηματικό σχεδιασμό. Η πρόκληση της επόμενης ημέρας είναι η μετάβαση από τη «διαφάνεια» στην «προστιθέμενη αξία (Value)». Αλλωστε, πολλές διεθνείς έρευνες τα τελευταία χρόνια, με τελευταία αυτή του Κέντρου Αειφορίας (CSE), αναδεικνύουν όλο και περισσότερο ότι οι εταιρείες που εφαρμόζουν στρατηγικές ΕSG και τις ενσωματώνουν στις λειτουργίες τους είναι κερδοφόρες διαχρονικά.
Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι οι εκθέσεις ESG ή βιώσιμης ανάπτυξης, από μόνες τους δεν είναι ικανές ώστε να συμβάλουν στη βιωσιμότητα και κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Για να συμβεί αυτό απαιτείται καλύτερη κατανόηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της ενσωμάτωσής της στις επιχειρησιακές λειτουργίες και τη στρατηγική των εταιρειών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα.
Τι δεν έχουν κατανοήσει οι επιχειρήσεις, ειδικά στην Ελλάδα;
1. Ευθυγράμμιση ESG κριτηρίων με την επιχειρησιακή στρατηγική και οικονομικά αποτελέσματα.
Η ESG στρατηγική δεν πρέπει να είναι παράρτημα της επιχειρησιακής πολιτικής ή στρατηγικής – πρέπει να είναι μέρος της. Οι επενδυτές και οι τράπεζες απαιτούν πειστικά δείκτες και δεδομένα (KPIs) των ESG κριτηρίων που συσχετίζονται με θετικό αποτύπωμα και απόδοση στο περιβάλλον, εργαζομένους, κοινωνία και εταιρική διακυβέρνηση.
2. Ουσιαστικοί και όχι απλώς μετρήσιμοι δείκτες στις εκθέσεις ΕSG.
Η ποσότητα των δεδομένων δεν εγγυάται την ποιότητά τους, ειδικά όταν η μέση επιχείρηση δημοσιοποιεί 50-100 ESG δεδομένα ετησίως. Η συλλογή ESG πληροφοριών και δεδομένων πρέπει να επικεντρώνεται σε ουσιαστικούς δείκτες – εκείνους που επηρεάζουν πραγματικά τη λειτουργία της εταιρείας και την αξία της, καθώς και αυτούς που αφορούν το περιβαλλοντικό και κοινωνικό τoυς αποτύπωμα. Αυτοί διαφέρουν ανά κλάδο: για μια βιομηχανία τροφίμων το αποτύπωμα νερού είναι κρίσιμο, για μια ναυτιλιακή οι εκπομπές Scope 1, 2 και 3.
Το «κλειδί» είναι η επιτυχημένη εφαρμογή της «διπλής ουσιαστικότητας» (DΜΑ ) – δηλαδή το πώς η επιχείρηση επηρεάζει και επηρεάζεται από τα ESG κριτήρια.
3. Ενσωμάτωση ESG δεδομένων στην επιχειρηματική απόδοση.
Πώς συνδέονται τα ESG δεδομένα με άλλους βασικούς επιχειρησιακούς και οικονομικούς δείκτες; Η απάντηση είναι: μέσα από δείκτες που γεφυρώνουν το περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα με τα οικονομικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα:
• Εξοικονόμηση ενεργειακού κόστους → αυξημένα EBITDA.
• Υψηλό ESG rating → ευνοϊκότερο επιτόκιο χρηματοδότησης.
• Υψηλή διαφοροποίηση εργατικού δυναμικού → αύξηση δημιουργικότητας και παραγωγικότητας.
• Αύξηση εκπαίδευσης → αύξηση παραγωγικότητας και ικανοποίησης εργαζομένων.
Ποια ESG δεδομένα προσθέτουν ουσιαστική αξία; Η απάντηση είναι εκείνα που είναι αξιοποιήσιμα, συγκρίσιμα και στρατηγικά. Ενα excel με δεκάδες δεδομένα δεν αρκεί όπως και οι εκθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης από μόνες τους. Τα ESG δεδομένα πρέπει να ενσωματώνονται σε επιχειρησιακά scorecards, να οδηγούν σε αποφάσεις (π.χ. αλλαγή προμηθευτών λόγω ESG απόδοσης ή μέτρηση της κοινωνικής αξίας από δράσεις) και να προβλέπουν ρίσκα και τάσεις. Μόνο τότε μετατρέπονται από «υποχρέωση» σε «πλεονέκτημα».
Το μέλλον των εκθέσεων βιωσιμότητας είναι η δημιουργία δεδομένων και δεικτών που θα παράγουν προστιθέμενη αξία και θα ενισχύουν ουσιαστικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα τόσο τα ESG πρότυπα όσο και οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες δεν έχουν δώσει τόση έμφαση, πέρα από την ενίσχυση της διαφάνειας, τη μείωση των εκπομπών ρύπων και άλλα θέματα, στη δημιουργία μετρήσιμης προστιθέμενης αξίας για τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Μόνο λίγες ώριμες επιχειρήσεις έχουν κατανοήσει την αξία που υπάρχει μέσα από τη δημιουργία scorecards και δεικτών (KPIs) που συνδυάζουν τη βελτίωση της επιχειρηματικής λειτουργίας τους, τη μεγιστοποίηση του περιβαλλοντικού και κοινωνικού τους αποτυπώματος με τα οικονομικά αποτελέσματα, οπότε υπάρχει σημαντική δουλειά που πρέπει να γίνει από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά και στα ΕSG πρότυπα και νομοθεσίες προς την κατεύθυνση αυτή.
Η μετάβαση των επιχειρήσεων από τη διαφάνεια των ΕSG δεδομένων στη μετρήσιμη προστιθέμενη αξία αντιπροσωπεύει το παρόν και το μέλλον για την ίδια την ευρωπαϊκή οικονομία και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που τόσο πολύ ενθαρρύνει νέες νομοθεσίες για το κλίμα και τη βιώσιμη ανάπτυξη, που όμως δεν παράγουν πάντα προστιθέμενη αξία για τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.

Νίκος Αυλώνας, πρόεδρος Κέντρου Αειφορίας (CSE), επισκέπτης καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
