Μια σπάνια αλλά ηχηρή υπενθύμιση για τα όρια της κλιματικής οικονομικής ανάλυσης ήρθε αυτή την εβδομάδα από τον ίδιο τον πυρήνα της παγκόσμιας συζήτησης για τον κλιματικό κίνδυνο. Η ανάκληση (retraction) μιας από τις πιο πολυσυζητημένες ακαδημαϊκές μελέτες για τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ανέτρεψε – έστω προσωρινά – βασικές παραδοχές που χρησιμοποιούν κεντρικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικές αρχές σε όλο τον κόσμο για να «μετρήσουν» τον μελλοντικό κίνδυνο.
.
Η υπόθεση αφορά το Network for Greening the Financial System (NGFS), το δίκτυο κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών για την κλιματική αλλαγή, το οποίο ιδρύθηκε το 2017 και σήμερα προεδρεύεται από τη Γερμανίδα κεντρική τραπεζίτισσα Sabine Mauderer. Τον Νοέμβριο του 2024, το NGFS παρουσίασε το πέμπτο σετ μακροχρόνιων κλιματικών σεναρίων του, προκαλώντας αίσθηση: για πρώτη φορά, τα εκτιμώμενα οικονομικά πλήγματα από τις φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εμφανίζονταν υπερδιπλάσια σε σχέση με προηγούμενες εκδόσεις.
Στο σενάριο όπου οι χώρες παραμένουν στις σημερινές πολιτικές τους, το NGFS εκτιμούσε ότι οι οικονομικές απώλειες θα μπορούσαν να φτάσουν το 14,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2050, από 5,4% που υπολογιζόταν στην προηγούμενη εκδοχή των μοντέλων. Η διαφορά αποδόθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μια νέα «συνάρτηση ζημιών», βασισμένη σε ακαδημαϊκή μελέτη που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Nature από ερευνητές του φημισμένου Potsdam Institute for Climate Impact Research (PIK).
Μέχρι που η μελέτη αυτή αποσύρθηκε.
Οι επιστημονικές ενστάσεις είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. Κριτικοί της εργασίας υποστήριξαν ότι τα δεδομένα για μία μόνο χώρα – το Ουζμπεκιστάν – περιείχαν τόσο σοβαρά λάθη που διαστρέβλωναν το συνολικό αποτέλεσμα. Όταν αφαιρέθηκαν τα συγκεκριμένα στοιχεία, τρεις ακαδημαϊκοί από τις ΗΠΑ που επιχείρησαν αναπαραγωγή της μεθοδολογίας κατέληξαν σε μια πολύ χαμηλότερη εκτίμηση: παγκόσμια απώλεια ΑΕΠ περίπου 23% έως το 2100, κοντά σε παλαιότερες ευρέως χρησιμοποιούμενες προσεγγίσεις και πολύ μακριά από το 62% που υποστήριζε η αρχική μελέτη.
Παράλληλα, τέθηκαν ζητήματα για το πώς η μελέτη διαχειρίστηκε την αβεβαιότητα των προβλέψεων. Σύμφωνα με τον Christof Schötz, προσκεκλημένο ερευνητή στο ίδιο το PIK, η αβεβαιότητα είχε υποεκτιμηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε τα αποτελέσματα να καθίστανται στατιστικά αδύναμα. Οι διορθώσεις που ακολούθησαν κρίθηκαν τόσο εκτενείς από τους επιμελητές του Nature ώστε οδηγήθηκαν τελικά σε πλήρη ανάκληση.
Οι συγγραφείς έχουν πλέον καταθέσει αναθεωρημένη εκδοχή της μελέτης, η οποία βρίσκεται υπό αξιολόγηση. Δηλώνουν ότι διόρθωσαν τα προβληματικά δεδομένα και τροποποίησαν τη μεθοδολογία για να περιορίσουν την επίδραση «ανωμαλιών», παραδεχόμενοι ωστόσο ότι τα αποτελέσματα αλλάζουν. Όχι όμως όσο υποστηρίζουν οι επικριτές: η νέα κεντρική εκτίμηση για τη ζημιά στο παγκόσμιο ΑΕΠ το 2100 μειώνεται οριακά, από 62% σε 60%. Κατά τους ίδιους, τα βασικά συμπεράσματα παραμένουν.
Σε κάθε περίπτωση, η ζημιά στην αξιοπιστία είναι υπαρκτή – τόσο για τους ίδιους όσο και για το NGFS, που είχε παρουσιάσει την αναθεώρηση των σεναρίων του ως προϊόν «πρόσφατων εξελίξεων στην κλιματική οικονομία». Το επεισόδιο κλείνει άβολα μια χρονιά κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αποχώρησε από το NGFS, υποστηρίζοντας ότι το έργο του είχε επεκταθεί πέρα από το θεσμικό της αντικείμενο.
Το NGFS έσπευσε να υπενθυμίσει ότι τα σενάριά του δεν είναι προβλέψεις αλλά ενδεικτικά εργαλεία, σχεδιασμένα για να βοηθούν τον χρηματοπιστωτικό τομέα να κατανοήσει πιθανούς κινδύνους. Αναγνώρισε επίσης ότι τα τρέχοντα μοντέλα έχουν σοβαρούς περιορισμούς και ανακοίνωσε ότι η επόμενη σειρά σεναρίων, που αναμένεται το 2026, θα βασίζεται σε επικαιροποιημένη μεθοδολογία.
Το ευρύτερο μήνυμα, ωστόσο, ξεπερνά μια μεμονωμένη μελέτη. Τα οικονομικά κόστη της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη εδώ, κάτι που διαπιστώνει έμπρακτα ο ασφαλιστικός κλάδος, ιδιαίτερα στον τομέα της περιουσίας. Και όπως τονίζει και το NGFS, οι «ουρές» κινδύνου – τα λεγόμενα tail risks από κλιματικά tipping points – θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιπτώσεις ακόμη σοβαρότερες από εκείνες που προσπαθούν να αποτυπώσουν τα σημερινά μοντέλα.
Ταυτόχρονα, το επεισόδιο αυτό λειτουργεί ως καμπανάκι για υπερβολική βεβαιότητα. Σε ένα πεδίο όπου οι αβεβαιότητες εκτείνονται σε δεκαετίες και η αλληλεπίδραση κλίματος και οικονομίας είναι εξαιρετικά σύνθετη, τα νούμερα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως απόλυτες αλήθειες. Η κλιματική μετάβαση απαιτεί πολιτικές αποφάσεις, επενδύσεις και ανθεκτικότητα, όχι πίστη σε ένα και μόνο μοντέλο.
Η πρόκληση για τις κεντρικές τράπεζες και τις ρυθμιστικές αρχές είναι πλέον διπλή: να συνεχίσουν να ενσωματώνουν τον κλιματικό κίνδυνο στη χρηματοπιστωτική ανάλυση, αλλά με μεγαλύτερη διαφάνεια, ταπεινότητα και έμφαση στο εύρος των πιθανών σεναρίων – όχι σε έναν εντυπωσιακό αριθμό. Γιατί, όπως δείχνει αυτή η ιστορία, οι κλιματικοί κίνδυνοι ίσως να μην «χωράνε» ποτέ σε ένα μόνο ποσοστό.
Πηγή: Financial Times
Η υπόθεση αφορά το Network for Greening the Financial System (NGFS), το δίκτυο κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών για την κλιματική αλλαγή, το οποίο ιδρύθηκε το 2017