Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας επηρεάζουν δραστικά τη διεθνή και εγχώρια ενεργειακή αγορά, επιταχύνοντας την ανάγκη γρήγορης και αποτελεσματικής προσαρμογής όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σύγχρονη πραγματικότητα και τους νέους κανόνες. Καθώς το ενεργειακό τοπίο έχει επηρεαστεί δομικά από την πανδημία, οι ενεργειακοί παίκτες αλλά και οι αρμόδιοι θεσμικοί φορείς οφείλουν να επανακαθορίσουν τις προσεγγίσεις και τις προτεραιότητές τους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέδωσε στις 11 Φεβρουαρίου 2021 τον Κανονισμό για τη θέσπιση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ο μηχανισμός αυτός έχει σχεδιασθεί για να διασφαλίσει τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης εντός της ΕΕ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι περίπου 37% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα δεσμευθούν υπέρ της πράσινης ενεργειακής μετάβασης προς την επίτευξη του στόχου για τον μηδενισμό των καθαρών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ως το 2050 που έχει τεθεί από την Ένωση. Η Ε.Ε. προχώρησε στην αυστηροποίηση των υφισταμένων κανόνων, ώστε να υπάρξει μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων κατά 55% μέχρι το 2030 –με βάση υπολογισμού το 1990– και να καταστεί η Ε.Ε., ως προελέχθη, μέχρι το 2050 ουδέτερη σε ό,τι αφορά την εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου. Οι νέοι, πιο φιλόδοξοι στόχοι επιβάλλουν εντούτοις αναθεώρηση του εθνικού μας σχεδιασμού, αν θέλουμε να αποφύγουμε την απώλεια ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία δεν θα χαρίζονται άνευ όρων αλλά θα χορηγούνται υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Στην ελληνική ενεργειακή αγορά παρατηρείται εντονότατη κινητικότητα στον τομέα των ανανεωσίμων πηγών ενέργειας με πολυάριθμες εξαγορές χαρτοφυλακίων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, καθώς και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και στην αποθήκευση ενέργειας. Η μαζική στροφή στις ΑΠΕ που υιοθετείται από όλους τους μεγάλους ενεργειακούς ομίλους της χώρας υπαγορεύεται και από την αύξηση του κόστους της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής εξαιτίας της θεαματικής ανόδου των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Για την επίτευξη των στόχων για τις ΑΠΕ που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προκύπτει ανάγκη ανάπτυξης έργων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας: Ένα γιγαβάτ με τη μέθοδο της αντλιοταμίευσης και 0,5 γιγαβάτ με νέες τεχνολογίες μπαταριών. Η υλοποίηση των εν λόγω επενδύσεων καθυστερεί εντούτοις εξαιτίας της έλλειψης του αναγκαίου θεσμικού και ρυθμιστικού πλαισίου, εμπόδιο που οφείλει να αντιμετωπισθεί.
Η εφαρμογή των PPAs και η διασύνδεσή τους με το ενεργειακό κόστος και την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας
Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι η δυνατότητα σύναψης συμβάσεων αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας και ιδίως ανανεώσιμης ενέργειας (Power Purchase Agreements). Η διεθνής πρακτική έχει αναδείξει ότι τα PPAs μπορεί, καταλλήλως ρυθμιζόμενα και χρησιμοποιούμενα, να οδηγούν σε χαμηλότερες τιμές προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν κίνητρα για καινούριες βιώσιμες επενδύσεις και στους παραγωγούς.
Η δυνατότητα που προσεχώς θα δίδεται στους παραγωγούς και καταναλωτές ενέργειας να συνάψουν απευθείας συμβάσεις αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας θα αποτελέσει σημαντική καινοτομία για την ελληνική ενεργειακή αγορά. Τα PPAs παρέχουν ουσιαστικά οφέλη για τους καταναλωτές δια της επίτευξης ανταγωνιστικών τιμών ενέργειας και επιτρέποντας τη θωράκιση έναντι των διακυμάνσεων των τιμών με σταθερές και προβλέψιμες χρηματοροές. Αλλά και για τους παραγωγούς ενέργειας το όφελος είναι σημαντικό λόγω της εξασφάλισης σταθερής ρευστότητας σε μακροπρόθεσμη βάση.
Στην ελληνική αγορά, τα PPAs αναμένεται να επιφέρουν θετική επίδραση δια της ενίσχυσης του σήμερα δομικά ρηχού ανταγωνισμού σε όλες τις επιμέρους σχετικές αγορές (relevant markets) αλλά και της παροχής εναλλακτικών λύσεων για το κομβικής σημασίας πρόβλημα της μείωσης του ενεργειακού κόστους των εγχώριων βιομηχανικών καταναλωτών. Το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας μας δεν φαίνεται να μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς, έναντι των οποίων, ως η πράξη έχει μέχρι σήμερα δείξει, η εφαρμογή του Target Model δεν συνιστά από μόνη της πανάκεια. Κρίσιμη είναι βέβαια η κατάλληλη νομοθετική πλαισίωση των PPAs δια της θέσπισης κινήτρων για τους παραγωγούς που θα συνάπτουν διμερή συμβόλαια, καθότι η μετάβαση στη λογική της υπέρβασης του «εγγυημένου εσόδου» δεν μπορεί να λάβει βραχυπρόθεσμα χώρα δίχως κατάλληλη νομικορυθμιστική στήριξη.
Εν γένει είναι σαφές ότι το συνολικό ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας μας είναι εξαιρετικά υψηλό, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτή η διεθνής της ανταγωνιστικότητα. Η κρίση της πανδημίας έδειξε πόσο ευάλωτη είναι μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική μονοσήμαντα προσανατολισμένη στον τουρισμό. Συνιστά συνεπώς εθνικό διακύβευμα πρώτης γραμμής η πολύπλευρη στήριξη της βιομηχανικής μας παραγωγής και η σημαντική αύξηση του ποσοστού συμμετοχής της στο ΑΕΠ εν σχέσει με τα εξόχως χαμηλά σημερινά επίπεδα. Τούτο όμως δεν μπορεί να γίνει εκ θαύματος, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις και χάραξη μιας κατάλληλης εθνικής ενεργειακής και βιομηχανικής πολιτικής.
Διαμόρφωση κανονιστικού πλαισίου για τις υπεράκτιες ΑΠΕ
Μια ακόμη σημαντική πρόκληση για την ελληνική αγορά ενέργειας το επόμενο διάστημα αποτελεί η ανάπτυξη ενός συνεκτικού νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου για τις υπεράκτιες ΑΠΕ. Η κατάλληλη δόμηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου συνιστά μια απαιτητική διαδικασία, καθότι απαιτεί πολυεπίπεδες παρεμβάσεις και τη λήψη υπόψη πλείστων τεχνοοικονομικών και νομικών παραμέτρων.
Η προσδοκώμενη προσθετικότητα μιας συντεταγμένης και όχι άναρχης ανάπτυξης των υπεράκτιων ΑΠΕ είναι σημαντική ειδικώς για τη χώρα μας, ενόψει του ότι οι δυνατότητες κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά αποδεκτών χωροθετήσεων ΑΠΕ στον χερσαίο χώρο της ελληνικής επικράτειας έχουν σε μεγάλο βαθμό ήδη περιορισθεί. Το θεσπισθησόμενο νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να απαντά σε αρκετά βασικά ερωτήματα, όπως λ.χ. τη διαμόρφωση της διαδικασίας επιλογής των περιοχών εγκατάστασης των θαλάσσιων ΑΠΕ, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις αδειοδότησης με σεβασμό στο περιβάλλον αλλά και στην ανάγκη αποφυγής περιττών γραφειοκρατικών εμπλοκών, όπως επίσης την επιλογή βέλτιστων λύσεων δόμησης και οργάνωσης των σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών σε συνδυασμό με τα θέματα τιμολόγησης. Εξίσου σημαντική είναι η πρόκληση της ταχείας αδειοδότησης των έργων, η εξειδίκευση του τρόπου στήριξης και αποζημίωσής τους αλλά και η αξιοποίηση ενωσιακών χρηματοδοτικών εργαλείων για την ανάπτυξη του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να κινητοποιηθούν και ιδιωτικά κεφάλαια σε αυτή την κατεύθυνση. Ανάπτυξη των ΑΠΕ, χερσαίων ή υπεράκτιων, χωρίς σοβαρές επενδύσεις σε δικτυακές υποδομές απλώς δεν μπορεί να υπάρξει.
Η ανάγκη αλλαγής ενεργειακού πολιτικού παραδείγματος
Λαμβάνοντας υπόψη τα καίρια διαρθρωτικά προβλήματα στον ελληνικό ενεργειακό χώρο με τις σημαντικές γραφειοκρατικές ανασχέσεις και το περιορισμένο βάθος της σχετικής αγοράς με τις παραδοσιακά ολιγοπωλιακές δομές, άκρως σημαντικές και απαραίτητες προκλήσεις συνιστούν ο εκσυγχρονισμός και η απλούστευση της ενεργειακής νομοθεσίας, η ενίσχυση και στήριξη αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της λειτουργίας της αγοράς (ο Ρυθμιστής (ΡΑΕ) στη χώρα μας έχει αφεθεί υποστελεχωμένος και κατ’ ουσίαν πρακτικά αβοήθητος από την Πολιτεία), καθώς και οι διαδικασίες απλοποίησης και επιτάχυνσης της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ χωρίς όμως να παρακάμπτεται η ανάγκη διασφάλισης προϋποθέσεων για μια υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα και για την αποφυγή μιας νέας άναρχης υπερθέρμανσης που θα υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την αξιοπιστία του κλάδου.
Το κρίσιμο ερώτημα και μείζον διακύβευμα είναι αν η χώρα μας θα μπορέσει τελικώς να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στις νέες συνθήκες και ανάγκες της μετά την πανδημία εποχής. Ο επιστημονικός λόγος οφείλει, θεωρώ, να περιγράφει τις υφιστάμενες προκλήσεις χωρίς υπερφίαλες ωραιοποιήσεις και λειάνσεις. Η Ελλάδα των πολλών διαρθρωτικών προβλημάτων στον ενεργειακό τομέα, με παράδοση προχειρότητας στο σχεδιασμό της ενεργειακής αγοράς και συνήθειες εύκολης καταφυγής σε δικαιοκρατικά έκθετες αναδρομικές παρεμβάσεις για την «άρση» προδιαγεγραμμένων και εν πολλοίς ηθελημένων αδιεξόδων οφείλει πολλά να αναδιατάξει και να διορθώσει για να ανταπεξέλθει στον ενδοευρωπαϊκό και παγκόσμιο ανταγωνισμό. Φοβούμαι ότι η συνήθης τακτική της υπαγόρευσης της εθνικής ενεργειακής πολιτικής από τον εκάστοτε συσχετισμό ισχύος των εγχώριων επιχειρηματικών συμφερόντων θα συναντήσει – αν δεν το έχει ήδη κάνει – τα όριά της στο περιβάλλον της προϊούσας σύζευξης των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων ενεργειακών αγορών. Χρειάζεται αλλαγή παραδείγματος στην εθνική ενεργειακή πολιτική και χάραξη στρατηγικής μακριά από μικροκομματικές αγκυλώσεις και εξυπηρετήσεις και κοντόθωρες οπτικές.
O Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών/TU Berlin και Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ενεργειακής Ρύθμισης